Notebook
unedited
All rights of written work reserved.
Βελάλκουα
=σιωπηλός κύκνος
«Και τώρα;»
Το ξωτικό που μίλησε έμοιαζε να έχει βγει από μπαλάντα βάρδου. Τα ξανθά του μαλλιά έμοιαζαν με ηλιαχτίδες που έντυναν το τέλεια σχηματισμένο του πρόσωπο. Τα μάτια του, μεγάλα και λαμπερά, γεμάτα καλοσύνη, έλαμπαν χαρούμενα, σαν τα χρυσά παιχνιδίσματα του ήλιου μέσα σε γαλάζια λίμνη, και το χαμόγελό του έκανε και την πιο θλιμμένη ψυχή να γεμίζει με ελπίδα.
Η γυναίκα δίπλα του χαμογέλασε άθελά της. Το χαμόγελο του πάντα είχε αυτό ο αποτέλεσμα.
«Τώρα, αγαπημένε μου σύζυγε» απάντησε παιχνιδιάρικα, «τώρα, θα τραγουδήσεις τόσο άσχημα που ούτε αυτοί οι δαίμονες δεν θα το αντέξουν και θα γυρίσουν από κει που ήρθαν, καλύπτοντας τα αυτιά τους για να γλιτώσουν από την παραφωνία σου!»
Ο άντρας ξέσπασε σε δυνατά γέλια και η πρασσινομάτα γυναίκα του ακολούθησε το παράδειγμά του. Οι ξωτικοπολεμιστές πίσω τους κοιτάχτηκαν αμήχανα. Αυτοί θα τους οδηγούσαν στη μάχη; Ένα ζευγάρι βάρδων με κακό χιούμορ και παντελή έλλειψη σοβαρότητας;
Δεν είχαν χρόνο να εκφράσουν τις ανησυχίες τους μεγαλόφωνα. Με μια κίνηση όλο χάρη, η γυναίκα γύρισε να τους αντικρύσει. Τα καστανά της μαλλιά με την πράσινη χροιά τυλίχτηκαν γύρω από τον μακρύ της λαιμό. Το λυγερό της κορμί εμφάνισε όλη του τη χάρη με την κίνησή της και τα μάτια της κοίταξαν τους πολεμιστές με κάπως σοβαρότερο ύφος. Πολλοί από αυτούς ξέχασαν γρήγορα τα παράπονά τους, ακόμα και την μάχη που μαινόταν λίγο πιο κάτω. Τα μάτια της ήταν δυο καταπράσινα δάση όλο μυστήριο που λίγα ξωτικά δεν θα παραδέχονταν ότι ήθελαν να χαθούν μέσα τους. Εκείνη χαμογέλασε ικανοποιημένη. «Δεν χρειάστηκε και τίποτα για να τραβήξω την προσοχή τους» σκέφτηκε.
«Άντρες του Δάσους!» φώναξε με δύναμη. «Η ώρα μας έφτασε. Το ρόλο σας τον ξέρετε. Κρατήστε την προσοχή σας στραμμένη στη φωνή μου και του Άρτελιον και οι προσταγές του δαίμονα δεν θα σας επηρεάσουν. Κρατήστε αυτό το ξέρασμα της Αβύσσου μακριά από τον αφέντη του και οι άρχοντές μας θα μας δώσουν τη νίκη. A’Ral elha mathal!»
«A’RAL ELHA MATHAL!»
Η απάντηση από τους πολεμιστές αντήχησε στο λοφίσκο που τους έκρυβε. Η κραυγές της μάχης δεν την άφησαν να φτάσει παραπέρα. Ικανοποιημένη, η γυναίκα γύρισε και πάλι στον άνδρα της. Εκείνος την κοίταξε σοβαρός.
«Έτοιμη;» ρώτησε καθώς άφηνε την χρυσή του άρπα να γλυστρίσει από την πλάτη στα χέρια του.
«Πάντα.» απάντησε εκείνη, καθώς έκανε την ίδια ακριβώς κίνηση. Εκείνος έγνεψε.
«Έχε το ξίφος σου έτοιμο. Αν μας πλησιάσουν, θα καλύψω μόνος τη φωνή του δαίμονα. Εσύ, συνέχισε να τραγουδάς με την λεπίδα σου.» Εκείνη έγνεψε συνοφρυωμένη. Είχε εκπαιδευτεί στο Τραγούδι της Λεπίδας, την αρχαία τεχνική μάχης των ξωτικών και απέναντι στους στρατιώτες του εχθρού, ακόμα και η δική της μαχητική ικανότητα θα ήταν αρκετή. Αλλά από τότε που είχε γνωρίσει τον Αρτέλιον δεν της άρεσε να χύνει αίμα. Προτιμούσε να τραγουδά. Να τραγουδά σαν να μην υπάρχει τέλος στην ευτυχία της.
Με μια φωνή, η μονάδα της ξεχύθηκε στη μάχη. Με μια τέλεια συγχρονισμένη κίνηση και πολλές φωνές, βρισιές και βλαστήμιες, οι νάνοι σύμμαχοι τους, που ήταν ήδη στη μάχη, πίεσαν τον αντίπαλο στρατό και άνοιξαν δρόμο για να περάσουν τα ξωτικά. Παρά τις μάχες που δόθηκαν στο ενδιάμεσο, οι απώλειες ήταν ελάχιστες. Το τραγούδι του ζευγαριού έδινε δύναμη στους συντρόφους τους, θυμίζοντάς τους αρχαία κατορθώματα των ευγενικών προγόνων τους, όταν ο κόσμος ήταν νέος. Οι αντίπαλες γραμμές άνοιξαν χωρίς δυσκολία μπροστά στις σχεδόν τελετουργικές κινήσεις των ξωτικοπολεμιστών. Σύντομα, ο καπετάνιος του Μαλ Καν Αρίφ βρέθηκε μπροστά τους. Είχαν καταφέρει να τραβήξουν την προσοχή της.
Το φιδίσιο σώμα της γυάλιζε μ’ένα αρρωστημένο πράσινο χρώμα, με κίτρινες φολίδες ανάμεσα να μοιάζουν με καυτές φλόγες. Τα πυρωμένα της μαλλιά χόρευαν στον αέρα σαν φίδια και τα μάτια της γυάλιζαν κίτρινα, γεμάτα κακία και ιδιοφυία αρχαία σαν την άβυσσό την ίδια. Τα έξι της χέρια κρατούσαν όλα όπλα, έτοιμα να σπείρουν το θάνατο σε όποιον πλησίαζε. Ένα από αυτά, ένα ξίφος που γυάλιζε σαν αστέρι που είχε κατέβει στη γη, μουρμούριζε με παράπονο στο χέρι της. Εκείνη το ύψωσε στον αέρα και άρχισε να το γυρνάει με δύναμη. Μια φριχτή κραυγή αντήχησε στη μάχη και τα ξωτικά τραβήχτηκαν πίσω, ο φόβος να χορεύει στα μάτια τους ελεύθερα.
«Τώρα Βελμάρια! Τώρα!» φώναξε ο Αρτέλιον και η φωνή του ξεκίνησε να τραγουδά με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του, καθώς τα χέρια του έπαιζαν με απίστευτη επιδεξιότητα την άρπα του. Στιγμές μόλις αργότερα, η φωνή κι η άρπα της γυναίκας του συνόδευσαν τη δική του. Το τραγούδι του ξίφος καλύφθηκε. Οι σύντροφοι των Βάρδων έσφιξαν τα όπλα τους στα χέρια τους. Κι ύστερα επιτέθηκαν.
Τα πτώματα τους άρχισαν να στοιβάζονται πολύ γρήγορα. Η Δαιμόνισσα δεν βασιζόταν μόνο στο ξίφος της για να σφάξει χωρίς οίκτο. Εκείνο απλά έκανε τα απλά απλούστερα. Όμως χωρίς το τραγούδι του να συνοδεύει τις κινήσεις της, παρά το θάνατο που έσπερνε, τα ξωτικά δεν έκαναν πίσω. Οι καρδιές τους ήταν στη θέση τους και το καθήκον τους ήταν ξεκάθαρο. Το Μάριλιθ έπρεπε να πέσει με κάθε κόστος. Σύντομα, το γυναικείο της στέρνο και το φιδίσιο της κορμί είχε γεμίσει πληγές. Ούρλιαξε με μίσος, φωνάζοντας τους υποτακτικούς της στο πλευρό της. Όμως οι Νάνοι έκαναν καλή δουλειά. Ήταν μόνη της με τα ξωτικά και τα έξι της χέρια σύντομα θα αποδεικνύονταν λίγα.
Όμως ένας δαίμονας δεν πέφτει εύκολα και σίγουρα όχι αυτή. Με μια αστραπιαία κίνηση, τίναξε με δύναμη την ουρά της ανάμεσα από τους εχθρούς της. Το χτύπημα βρήκε τον Αρτέλιον στο στήθος, στέλνοντάς τον αρκετά μέτρα πίσω. Η άρπα του χάθηκε κάτω από τα πόδια τον πολεμιστών. Μια κραυγή αγωνίας ξέφυγε από τη Βελμάρια, καθώς η καρδιά της χτυπούσε με δύναμη στο στήθος της. Κι εκεί όλα χάθηκαν. Το τραγούδι είχε τελειώσει και η φωνή της λεπίδας χτύπησε με δύναμη τις καρδιές των πολεμιστών, στέλνοντας τον φόβο να φωλιάσει βαθειά μέσα τους. Με φωνές πανικού και σκέψη μπερδεμένη από τον τρόμο, τα ξωτικά οπισθοχώρησαν, κάποια μάλιστα ρίχνοντας τα όπλα τους μέσα στον πανικό. Οι λίγοι που κατάφεραν να τιθασεύσουν τις σκέψεις τους ήταν νεκροί σε δευτερόλεπτα από τα όπλα της Δαιμόνισσας.
Με σχεδόν νωχελικές κινήσεις, το Μάριλιθ κινήθηκε προς τον Αρτέλιον και τον σήκωσε με δύο από τα χέρια της. Η Βελμάρια δεν άντεξε. Με μια κραυγή τράβηξε το ξίφος της και όρμηξε προς το μέρος της. Τα θολωμένα από δάκρυα μάτια της δεν την προειδοποίησαν για την δαιμονική ουρά που την έπιασε και την τύλιξε. Η Δαιμόνισσα δεν γύρισε καν το κεφάλι της. Κοιτούσε με κακία τον Αρτέλιον που πάσχιζε να διατηρήσει τις αισθήσεις του.
«Σσσσαρέσσσει να τραγουδάσσσςς κσσσωτικό;» είπε με φωνή που έσταζε δηλητήριο. «Τραγούδα λοιπόν…Τραγούδα..!». Με αργές κινήσεις και πολύ προσοχή, έφερε το ξίφος της και άρχισε να σκίζει την κοιλιά του. Ο Βάρδος προσπάθησε να κρατηθεί. Όμως η μαεστρία της Δαιμόνισσας ήταν μεγάλη. Σύντομα η κραυγές του Αρτέλιον έσκισαν τους ήχους της μάχης γύρω τους. «ΤΡΑΓΟΥΔΑ!!!» ούρλιαζε με ηδονή εκείνη. Η Βελμάρια, ανύμπορη να κάνει οτιδήποτε άλλο, ούρλιαζε κλαμένα κι εκείνη. Άργησε να τραβήξει την προσοχή της Δαιμόνισσας. Όταν το έκανε, την έσυρε με την ουρά της μπροστά της, φέρνοντάς την δίπλα στον άνδρα της.
«Αγαπάσσσς αυτό το αρσσσσενικό κσσσωτικιά;» είπε χαμογελώντας με κακία. «Σσσου αρέσσσσει η φωνή του; Το σσσσσώμα του; Το προσσσωπό του; Ή μήπως η ψυχή του;» Η Βελμάρια κλαψούριζε θλιμμένα, προσπαθώντας μάταια να πιάσει το χέρι του άντρα της. «Ό,τι κι αν είναι» συνέχισε το Μάριλιθ «όλα πλέον ανήκουν σσσ’εμένα. Αυτό είναι το τίμημα όταν τα βάζεισσσς με την Καέν!»
Με μια κίνηση, έφερε τον ημιαναίσθητο Αρτέλιον μπροστά στη Βελμάρια. Κι όπως εκείνη προσπάθησε να του μιλήσει, είδε την αστραφτερή λεπίδα της Καέν να βγαίνει μέσα από το στόμα του. Κι η Βελμάρια πέθανε με πολλούς τρόπους εκείνη τη μία στιγμή πριν λιποθυμήσει.
* * *
Δεν είχε ανοίξει το στόμα της από τη μέρα της μάχης. Δεν είχε ανταλλάξει ούτε τις πιο απλές κουβέντες και δεν είχε αφήσει να ακουστεί καθόλου η φωνή της. Ακόμα κι όταν άνοιγε το στόμα της για να φάει, έβλεπε το πρόσωπο του Αρτέλιον μπροστά της και μια μεταλλική γεύση, σαν ατσάλι και αίμα μαζί, κυρίευε τις αισθήσεις της. Κι ύστερα ήταν η άλλη αίσθηση, αυτή η θλίψη που δεν έμοιαζε να περνάει. Τις περισσότερες μέρες δεν έτρωγε.
Οι υπόλοιποι εξόριστοι είχαν μάθει τον τρόπο της και τον σέβονταν. Δεν την πλησίαζαν και δεν της μιλούσαν εκτός αν η ίδια το επιζητούσε. Βαθειά μέσα της τους ευχαριστούσε γι αυτό.
Πέρασε ένας χρόνος μέχρι και οι υπόλοιποι Εξόριστοι του Σελιθανέν να μιλήσουν πέρα απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Περνούσαν τις μέρες τους βουβοί, ο καθένας και η καθεμία από αυτούς κλεισμένοι στη θλίψη και τις σκέψεις τους. Κινούνταν μόνο τη νύχτα και κρύβονταν τη μέρα με τρόπους που μόνο τα Ξωτικά ξέρουν. Στην αρχή ήταν λίγοι, όχι παραπάνω από είκοσι με τριάντα άτομα. Ύστερα, καθώς οι μήνες περνούσαν, άρχισαν να μαζεύονται κι άλλοι. Και έναν χρόνο μετά, στην επέτειο της Μάχης, κάποια διακόσια ξωτικά θρήνησαν προς τα αστέρια, κάπου στις κορυφές των βουνών του Τσεκουριού, σε μια τοποθεσία που από τότε ονομάζεται Enque, Θρήνος.
Η Βελμάρια δεν τραγούδησε. Δεν έμεινε καν μαζί τους. Το τραγούδι την πόναγε, της τρυπούσε την καρδιά χειρότερα από την ίδια την θλίψη της για τον σύζυγό της. Με βουρκωμένα μάτια έφυγε τρέχοντας, αφήνοντας τους συντρόφους της πίσω της.
Είχε πλανηθεί για ώρες στις πλαγιές των βουνών, χωρίς σκοπό η σκέψη όταν σταμάτησε, έχοντας την αίσθηση ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, η καρδιά της σκίρτησε από φόβο. Ύστερα, απλά γύρισε να κοιτάξει. Δεν την ένοιαζε.
Η μορφή του άντρα στεκόταν σ’ένα βράχο, λίγο ψηλότερα από την ίδια. Τα μακριά του μαλλιά έπαιζαν ελεύθερα στο ελαφρύ αεράκι του βουνού, σαν την μαύρη του κάπα, λάμποντας ασημένια στο χλωμό φως των άστρων, με μια θλιβερή απόχρωση του Θάερον να τα σκουραίνει, παρόμοια με το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του, κάτι ανάμεσα στο γαλάζιο και το μαύρο. Δύο ξίφη ήταν σταυρωτά περασμένα στην πλάτη του, ενώ ένα τρίτο κρεμόταν στη ζώνη του, όπου το χέρι του ακουμπούσε χαλαρά. Τα μάτια του την κοίταζαν επίμονα, λαμπυρίζοντας σχεδόν παιχνιδιάρικα, σκούρα κόκκινα.
«Δεν θρηνείς, θηλυκιά;» είπε με χαμηλή φωνή που έσκιζε τη σιωπή τόσο απαλά όσο το άγγιγμα ενός φτερού σε μια γαλήνια λίμνη. Κάτι βαθειά μέσα στη Βελμάρια σκίρτησε με μίσος, αναγνωρίζοντας τι ήταν ο άντρας μπροστά της.
«Δεν ψάχνω μάχη, Σκοτεινέ. Θα στη δώσω όμως μαζί με το Θάνατο αν δεν γυρίσεις στην τρύπα που σε ξεπέταξε. Φύγε». Η φωνή της βγήκε βραχνή, απαίδευτη από τον καιρό αχρησίας.
Ο άντρας γέλασε απαλά.
«Κοίτα ξανά, θηλυκιά» είπε κι ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα λεπτά του χείλη. «Δεν περπατώ ολόκληρος στο Σκοτάδι κάτω από το Ντάργκονθαρ. Τουλάχιστον αυτή τη φορά το αίμα του πατέρα μου έκανε κάτι σωστό. Πόσο καιρό έχεις να μιλήσεις, θηλυκιά;»
Η Βελμάρια πισωπάτησε αιφνιδιασμένη.
«Πως…Πως ξέρεις για μένα;» ρώτησε εκνευρισμένα.
«Η φωνή σου μιλάει από μόνη της» απάντησε ήρεμα εκείνος. «Θα έπρεπε να το καταλάβεις αυτό, καλύτερα ίσως από όλους. Εκεί που κάποτε τραγουδούσε ένα αηδόνι τώρα αντηχούν οι βραχνές κραυγές ενός νεογέννητου κύκνου».
«Σταμάτα!» φώναξε η Βελμάρια, εν μέρει γιατί ο άντρας είχε πηδήξει από το βράχο κι είχε έρθει κοντά της και εν μέρει για αυτά που έλεγε. Το χέρι της έψαξε ασυναίσθητα για τη λαβή του ξίφους της. Δεν ήταν εκεί.
«Δεν θέλω το κακό σου, θηλυκιά» είπε εκείνος.
«Τότε τι θέλεις; Άσε με ήσυχη! Φύγε!»
Ο άντρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν θα φύγω. Όχι ακόμα. Όχι πριν σε κάνω να ακούσεις το τραγούδι που πνίγεις μέσα σου εδώ κι ένα χρόνο. Το τραγούδι που λένε οι σύντροφοί σου, το τραγούδι που λένε όλα τα ξωτικά, το τραγούδι που όλη η πλάση σιγομουρμουρίζει γύρω μας. Το Θρήνο που προσπαθεί να σου ψιθυρίσει ο άντρας σου και που αντηχεί παντού γύρω μας και το αγνοούμε επειδή μας θλίβει γιατί μας θυμίζει την αλήθεια: ότι πεθαίνουμε».
«Πάψε!»
«Το έχεις ακούσει. Το ακούς σε κάθε κίνηση, λέξη, φωνή και ψίθυρο των συντρόφων σου εδώ κι ένα χρόνο. Το ακούς στα βήματά τους, στη γη κάτω από τα πόδια τους, στις πλαγιές που σας περιτριγύριζαν και στα δέντρα που σας προσέφεραν καταφύγιο. Δεν μίλησες ποτέ γιατί φοβόσουν ότι θα το τραγουδήσεις άλλα η σιωπή σου το φώναζε με δύναμη. Έτσι σε άκουσα. Έτσι σε βρήκα».
Η Βελμάρια άκουγε σιωπηλή. Στην αρχή προσπαθούσε να αγνοήσει τα λόγια του άντρα. Όμως δεν μπορούσε. Κάτι μέσα της αντιδρούσε σε κάθε του λέξη και την πίεζε να ακούσει. Κι ύστερα άκουσε.
Στην αρχή νόμισε ότι ήταν ο Θρήνος των Εξόριστων που αντηχούσε απόμακρα ανάμεσα στις πλαγιές των βουνών. Όμως σύντομα κατάλαβε. Ήταν η φωνή του Αρτέλιον που θρηνούσε για το θάνατο του. Ήταν η φωνή των αγαπημένων της που την παρακαλούσαν να μείνει στο δάσος. Ήταν ο θρήνος των βουνών γύρω της, του αέρα που ανέπνεε, των νερών που έτρεχαν σε κάποιο κοντινό ρυάκι και των δέντρων που ψιθύριζαν με τα φύλλα τους. Ήταν ο αντίλαλος της ψυχής κάθε ξωτικού στο Ντάργκονθαρ που θρηνούσε γιατί έβλεπε την Αθάνατη φυλή να σβήνει, μέρα με τη μέρα, στιγμή με τη στιγμή και τον κόσμο να χάνει την ομορφιά τους και τη φροντίδα τους. Η καρδιά της άρχισε να κλαίει και το σώμα της να χορεύει.
Όταν ο χορός της τελείωσε, κοίταξε με απορία τα δύο ξίφη του άντρα που βρίσκονταν στα χέρια της. Εκείνος την κοίταζε, το πικρό του χαμόγελο να μοιάζει ταιριαστό στο χωρισμένο ανάμεσα σε φως και σκοτάδι πρόσωπό του.
«Ποιος είσαι;» είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας έπειτα από λίγο.
«Είμαι ο Άλκβαμορ» είπε απλά εκείνος. «Και ήρθα να μάθω στο βραχνό νεογνό Κύκνο να τραγουδάει. Ήρθα να ξυπνήσω τη Βελάλκουα».