top of page

(από το Λευκό Βιβλίο)

Τα μακριά, μελαχρινά μαλλιά του ανέμιζαν ελεύθερα, καλύπτοντας σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του, ενός νεανικού προσώπου με όμορφα, λεπτά και ελαφρά γωνιώδη χαρακτηριστικά. Μόνο οι άκρες των μυτερών του αυτιών έμεναν σταθερά ακάλυπτες από το δυνατό παιχνίδισμα του δυτικού ανέμου με τα μαλλιά του νεαρού. Το λευκό του ρούχο έλαμπε σαν άστρο στο φως του πρωινού ήλιου. Μέσα από τη σάρκα της φαρδιάς πλάτης του, περίπου στο ύψος της ωμοπλάτης, προεξείχαν δύο μεγάλα κατάλευκα φτερά, που ήταν τώρα χαλαρά αφημένα να κρέμονται, μια στάση που λειτουργούσε σαν θλιβερός προάγγελος του τι επρόκειτο να ακολουθήσει. O Κέλεθιλ, γιος του Κέλενορ, του Οίκου του Ασημένιου Αετού, όμως δεν μπορούσε να ξέρει τι του επιφύλασσε η μοίρα.


Βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη της Έοριλ, της μεγάλης ιπτάμενης νήσου όπου οι Εαράαλι, η φυλή των ιπτάμενων ξωτικών, είχαν χτίσει την πόλη τους και που αιωρούταν ανάμεσα στα σύννεφα, αρκετά χιλιόμετρα πάνω από τη γη. Ο νεαρός Εαράαλ στεκόταν με δεμένα τα χέρια και περικυκλωμένος από οπλισμένους φρουρούς της Βασιλικής Φρουράς μόλις λίγα μέτρα από την άκρη της νήσου μπροστά στους συγκεντρωμένους Άρχοντες όλων των Οίκων της Έοριλ. Στεκόταν εκεί, ακούγοντας απόμακρα τις κατηγορίες του οίκου του Χρυσού Αετού και τις προσπάθειες του πατέρα του και των αδελφών του να τις αντικρούσουν με επιχειρήματα για την αξία που είχε δείξει στο παρελθόν και την ικανότητα του στην τοξοβολία, που πολλές φορές είχε βοηθήσει στις περιπολίες και την υπεράσπιση του νησιού από τους γρύπες και την συνεχή απειλή των αιμοδιψών Ξέοργκιν, μιας κυρίως νυκτόβιας φυλής που θύμιζε διασταύρωση τελωνίων και νυχτερίδας. Ο Κέλεθιλ όμως δεν είχε ψευδαισθήσεις. Ήξερε πως κατηγορία από τα χείλη του δεύτερου στην ιεραρχία των Οίκων δεν αντιμετωπιζόταν εύκολα, ακόμα και σε περιπτώσεις έντονης αμφιβολίας όπως η δική του. Ήξερε επίσης πως οι νόμοι της φυλής του ήταν αυστηροί. Ακόμα και σε περιπτώσεις αμφιβολίας.


Πιστεύοντας πως έχει προετοιμαστεί για το χειρότερο και έχοντας τη συνείδηση του ήσυχη γνωρίζοντας πως είναι αθώος, ο Κέλεθιλ προσπάθησε να ξεχάσει την κατηγορία, τους Οίκους και την ίδια του τη δίκη. Πατώντας γερά στο ανοιχτόχρωμο, γκρίζο χώμα της Έοριλ έκλεισε τα καστανά του μάτια και χαμηλώνοντας το κεφάλι του, προσπάθησε να συγκεντρωθεί μόνο στην αίσθηση της αφής. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να νιώσει το αεράκι να χαϊδεύει το πρόσωπό του και την αίσθηση  ελευθερίας που του έδινε το παιχνίδι των μαλλιών του καθώς μαστίγωνε ελαφρά το πρόσωπο και το λαιμό του. Ένιωσε τα λευκά πούπουλα των φτερών του να τρεμοπαίζουν και το ίδιο του το σώμα να πιέζεται ελαφρά καθώς ο άνεμος προσπαθούσε να παρασύρει τον όγκο τους. Ένιωσε την κάθε μία από τις τρεις μακριές λωρίδες του λευκού χιτωνίου του με τον κεντημένο Ασημένιο Αετό να παίζει το δικό της παιχνίδι, καθώς κρέμονταν ελεύθερα. Αφήνοντας το νου του ελεύθερο, βρήκε τον εαυτό του να φαντάζεται πως πετάει με δύναμη κόντρα στον άνεμο, μια αίσθηση που πάντα τον έφερνε στα πρόθυρα της ευτυχίας. Η σκέψη του έτρεξε στο παρελθόν, στις πρώτες του πτήσεις με τον πατέρα του, στα ιπτάμενα παιχνίδια με τα αδέλφια του και τις πρώτες του περιπολίες πριν μερικές δεκαετίες κατά των Ξέοργκιν. Η βάση των φτερών του αναρίγησε ευχάριστα στη σκέψη της πίεσης του αέρα γύρω τους και της αντίστοιχης ανύψωσης που προσέφερε. Μια αίσθηση απόλυτης ελευθερίας τον πλημμύρισε και έπιασε τον εαυτό του να εξυμνεί την τύχη του λαού του. “Είναι ωραίο να είσαι Εαράαλ!” σκέφτηκε και ένα χαμόγελο γαλήνης ήρθε να διαγραφεί στα κλειστά του χείλη.


Ξαφνικά ένας οξύς πόνος κατέκλυσε τη σκέψη του και έδιωξε το χαμόγελο από τα χείλη του, καθώς ένιωσε κάτι καυτό να διαπερνάει τη βάση του ενός φτερού του. Πριν προλάβει να αντιδράσει μια λέξη αντήχησε από τα χείλη του Μεγάλου Άρχοντα της Έοριλ, μια λέξη που μεταδόθηκε σαν κύμα από στόμα σε στόμα όλων των παρευρισκομένων, εκτός των μελών του Οίκου του Ασημένιου Αετού, για να καταλήξει με δύναμη στην ταραγμένη συνείδηση του νεαρού:


«Γέανιτ!».


Τα μάτια του Κέλεθιλ άνοιξαν διάπλατα και μέσα τους δεν φαινόταν πια η ανησυχία της τιμωρίας, παρά χόρευε ο τρόμος της ταπείνωσης. Γέανιτ; Ο πόνος ήρθε τώρα καυτός και στο άλλο φτερό μα η ταραχή του νεαρού Εαράαλ δεν τον άφησε να τον νιώσει. Έψαξε στη ματιά του πατέρα και των δύο του αδελφών παρηγοριά, βοήθεια ή έστω μια εξήγηση. Γέανιτ;;; Στα καστανά μάτια του Κέλενορ δε βρήκε παρά μόνο συντριβή και ταπείνωση. Ένιωσε τον πόνο στα φτερά του να χάνεται και τη θέση του να παίρνει μία αίσθηση αδυναμίας. Με μια απότομη κίνηση, οι δύο φρουροί που στέκονταν δίπλα του έσκισαν το χιτώνιο του Οίκου του από πάνω του και τον άρπαξαν από τα μπράτσα. Δοκίμασε να αντιδράσει όμως τα μέλη του δεν υπάκουαν καθώς οι φρουροί τον μετέφεραν στην άκρη της ιπτάμενης νήσου. Ένιωσε τη θέληση του Μεγάλου Άρχοντα να εμποδίζει την κίνηση του σώματός του, ενώ οι φρουροί τον οδηγούσαν με αργά, σχεδόν τελετουργικά βήματα όλο και πιο κοντά στο κενό. Σε μία ύστατη προσπάθεια γύρισε να αντικρίσει τον πατέρα του όμως εκείνος αποτράβηξε το βλέμμα του. Κοίταξε με απορία τα αδέλφια του. Γέανιτ;;; Οι φρουροί τον άφησαν λίγο να σταθεί στο τέρμα της νήσου και να θαυμάσει το μεγαλείο της λαμπυρίζουσας πόλης των προγόνων του, με την πλάτη γυρισμένη στο κενό. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε ποτέ ο Κέλεθιλ από την Έοριλ ήταν το μεγάλο άγαλμα του Κέλ’αν του Ασημένιου Αετού, προστάτη του Οίκου του, να στέκεται περήφανο μπροστά από τον λευκό πύργο της οικογένειάς του, με τα φτερά του ανοιχτά να λαμπυρίζουν στον ήλιο και το αυστηρό, διαπεραστικό ασημένιο βλέμμα του να τον κοιτάει κατάματα, καθώς ο πατέρας του πετούσε ήδη προς τα εκεί.


Κι ύστερα άρχισε να πέφτει.


Αρχικά αφέθηκε στο συνεχές τράβηγμα της έλξης της γης. Περισσότερο από σάστισμα για την ποινή παρά από οτιδήποτε άλλο, έμεινε ακίνητος, πέφτοντας με την πλάτη στο κενό και το βλέμμα του στραμμένο στον επιβλητικό όγκο του ιπτάμενου νησιού, που όσο απομακρυνόταν, τόσο αποκαλυπτόταν το μεγαλείο του μεγέθους του και το παράδοξο της αιώνιας αιώρησής του. Τα φτερά του είχαν έρθει να τον τυλίξουν από τα πλάγια, τα αυτιά του βούιζαν και η γυμνή του πλάτη είχε αρχίσει να μουδιάζει, καθώς η πίεση της πτώσης είχε διώξει όλο το αίμα από εκείνο το σημείο. Τα μαλλιά του είχαν καλύψει το πρόσωπου του και η δύναμη της αντίστασης του αέρα στο σβέρκο του είχε αρχίσει να δυναμώνει επικίνδυνα. Κρύο άρχισε να καταλαμβάνει τη σάρκα του καθώς είχε πια φύγει από τη σφαίρα θερμότητας που προστάτευε την Έοριλ και το υψόμετρο ήταν ακόμα μεγάλο. Όμως ο Κέλεθιλ δεν είχε συνείδηση όλων αυτών. Στα μάτια του είχε αποτυπωθεί μόνο η ταπείνωση και η απογοήτευση στο πρόσωπο του πατέρα του, συναισθήματα που είχε προκαλέσει ο ίδιος. Και στα αυτιά του αντηχούσε ξανά και ξανά η καταδικαστική απόφαση του πλήθους: Γέανιτ. Μια λέξη με πολλές σημασίες για τους Εαράαλι και καμία τους δεν ήταν τιμητική. Γέανιτ. Ο απόκληρος, ο προδότης, ο γήινος, αυτός που αφήνεται στο έλεος του Ανέμου και ο ανίκανος για πτήση. Γέανιτ.


Ο έκπτωτος.


Πείσμα κατέλαβε τον Κέλεθιλ και ένα αίσθημα αδικίας. Σε μια παιδαριώδη σκέψη, γέννημα του παραληρήματος της ταραχής του, αποφάσισε να αφεθεί να πέσει. “Ο θάνατος είναι προτιμότερος από την ταπείνωση” σκέφτηκε και διατηρώντας την πλάτη του γυρισμένη στη γη, συνέχισε την πτώση που θα τον οδηγούσε στο θάνατο.


Ξαφνικά το σώμα του πέρασε μέσα από ένα από τα χαμηλότερα σύννεφα. Ένιωσε το σώμα του να βρέχεται από άκρη σ’ άκρη και τα κόκαλά του να παγώνουν από την υγρασία. Τα σκληρά τσιμπήματα κρύου όμως, που κατέλαβαν όλο του το σώμα, κατάφεραν να ξυπνήσουν μέσα του το ένστικτο της επιβίωσης. Η παγωμένη αγκαλιά του σύννεφου έκανε τον Κέλεθιλ να νιώσει και πάλι ζωντανός και ένα αίσθημα ευθύνης γεννήθηκε μέσα του. Δεν έπρεπε να πεθάνει. Αν πέθαινε τώρα θα πέθαινε ως έκπτωτος, ως γήινος. Έπρεπε να ζήσει, έπρεπε να προσπαθήσει και να βρει έναν τρόπο να ξανανέβει στην Έοριλ.

“Είμαι Εαράαλ!!” φώναξε με όλη τη δύναμη των παγωμένων πνευμόνων του και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου η αυστηρά δομημένη σκέψη που χαρακτήριζε το λαό του άρχισε να ψάχνει τον καλύτερο δυνατό τρόπο να γλιτώσει το θάνατο. Η ποινή του Γέανιτ δεν είχε σχεδιαστεί για να οδηγεί στο θάνατο. Οι μεταλλικοί κρίκοι στη βάση των φτερών του ήταν σχεδιασμένοι έτσι ώστε, κλέβοντας την περισσότερη από τη δύναμή των φτερών με τη βοήθεια μαγείας, να απαγορεύουν τα δυνατά φτερουγίσματα και κατά συνέπεια να καθιστούν την πτήση αδύνατη. Ο Κέλεθιλ ήξερε όμως, πως αν προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τα θερμά ρεύματα, με απλά και μόνο το άνοιγμα το φτερών του θα μπορούσε να αποφύγει μια θανατηφόρα προσγείωση. Είχε αφήσει όμως τον εαυτό του να παρασυρθεί για πολύ ώρα και πλέον θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από ένα απλό άνοιγμα φτερών για να επιβιώσει. Με μία απότομη κίνηση γύρισε το σώμα του, στρέφοντας την πλάτη του στον ανοιχτό ουρανό και κοίταξε ερευνητικά το έδαφος που πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Τα φτερά του τεντώθηκαν πίσω και ο Κέλεθιλ μόρφασε από τον πόνο του απότομου τραβήγματος που δέχτηκαν τα ευαίσθητα νεύρα που κρύβονταν κάτω από τα λευκά του πούπουλα. Ένιωσε τον αέρα να μαστιγώνει το πρόσωπό του και τα μάτια του να δακρύζουν. Αμέσως κάλυψε τα μάτια του με την ειδική ημιδιαφανή μεμβράνη που κρυβόταν στο πλάι τους και που του επέτρεπε να αντιμετωπίζει χωρίς πρόβλημα τη δύναμη του ανέμου αλλά και να διακρίνει ακόμα και τη μικρότερη διαφορά θερμοκρασίας στα ρεύματα του αέρα, ένα δώρο του Έφερ, του θεού του ανέμου, στη φυλή του. Αμέσως η ματιά του καθάρισε και του αποκαλύφθηκαν τα μυστικά του αέρα, ενώ ένα σχέδιο πτήσης σχηματίστηκε μέσα σε κλάσματα στο μυαλό του. Προσπάθησε να φτερουγίσει για να κόψει λίγο τη δύναμη της πτώσης και να μεταφέρει το σώμα του πιο ανατολικά προς το πιο κοντινό θερμό ρεύμα που θα τον έβγαζε από τον κίνδυνο. Τα φτερά του όμως κινήθηκαν πολύ αδύναμα, ενώ η αίσθηση των σκληρών μεταλλικών κρίκων στη βάση τους θύμισε στον Κέλεθιλ για πιο λόγο βρισκόταν σε αυτή τη θέση. Σαν νεογνό αετόπουλο στις πρώτες του προσπάθειες να πετάξει, δοκίμασε ξανά και ξανά βάζοντας όλοι του τη δύναμη, όμως η μαγεία των κρίκων ήταν αμείλικτη. Απελπισία τον έπιασε καθώς για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τα φτερά του να μην υπακούουν. Όμως δεν άφησε το συναίσθημα αυτό να τον καταλάβει. Σφίγγοντας με πείσμα τα δόντια, προσπάθησε με τη στάση του σώματος του και τη βοήθεια που προσέφεραν τα αδύναμα φτερά του να μεταφερθεί προς το θερμό ρεύμα. Ήξερε καλά τις τεχνικές της πτήσης και είχε μια πιθανότητα να τα καταφέρει.


Καθώς όμως το μεγάλο δάσος που απλωνόταν από κάτω του πλησίαζε επικίνδυνα και το σώμα του κινούταν προς το θερμό ρεύμα βασανιστικά αργά, ο Κέλεθιλ δεν μπόρεσε παρά να νιώσει ανόητος που αρχικά άφησε τον εαυτό του έρμαιο της απαισιοδοξίας του. Θα πέθαινε σαν Γέανιτ, σκέφτηκε. Ανόητος Γέανιτ.

All written works in this site (including all pages and subpages) are the products of intellect of Konstantinos Oikonomou a.k.a. the Writer. All rights are reserved with the exception of works set on established franchises (Warcraft, Star Wars, World of Darkness etc). Such works are to be used with respect to their respective owners.

© 2023 by Johan Cage. All rights reserved.

bottom of page