top of page

Σφυρί, Τσεκούρι, Λεπίδες

στο Σ.Λ.

Οι δύο νάνοι κοιτάχτηκαν με νόημα. Σφίγγοντας τις γροθιές στις λαβές των όπλων τους ένευσαν ο ένας στον άλλο κι ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη τους. Έπειτα, χωρίς καμία προειδοποίηση, ξεκίνησαν να τρέχουν...


  Το πλάσμα που στεκόταν στο πλάι τους έμεινε για λίγο ακίνητο, ξαφνιασμένο, όχι τόσο από την κίνηση τους, όσο από την επιθυμία που έζωνε και τον ίδιο να τους ακολουθήσει. Η αμφιβολία του δεν κράτησε παρά μια στιγμή. Χαμογελώντας περιπαιχτικά στο Θάνατο που του υποσχόταν η επιλογή του, άρχισε να τρέχει πίσω από τους νάνους, καθώς άφηνε τις λεπίδες που έκρυβε κάτω από το δέρμα του, να γλιστρήσουν προς τα έξω. Κι ύστερα, όταν πια έφτασε στην άκρη του παραθύρου, πήδηξε με όλη του τη δύναμη να συναντήσει τη λύτρωση του θανάτου.


   Τρία από τα ορκ που είχαν περικυκλωμένο το σπίτι δεν πρόλαβαν να καταλάβουν από τι πέθαναν. Όμως τα υπόλοιπα είδαν. Είδαν δύο βαριές φιγούρες να τινάζονται από το μπαλκόνι με τα όπλα τους να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους. Είδαν τα κεφάλια δύο συντρόφων τους να συνθλίβονται και να χωρίζονται στα δύο από σφυρί και τσεκούρι και τους νάνους που τα κρατούσαν να προσγειώνονται με βία πάνω στους θώρακες των άτυχων ορκ που έχασαν και τα κεφάλια τους, με τον ήχο των κοκάλων που σπάει να αντηχεί στο κόκκινο ημίφως του φλεγόμενου σπιτιού. Τέλος, είδαν με το μαύρο τους αίμα να παγώνει στις φλέβες τους, το σύντροφο των νάνων να τους ακολουθεί στο φονικό τους άλμα...


   Η μαύρη του κάπα απλωνόταν πίσω του κάνοντάς τον να μοιάζει με μεγάλο αρπακτικό της νύχτας, που τινάζεται ν' αρπάξει την τροφή του. Οι λεπίδες που προεξείχαν από τα απλωμένα στο πλάι χέρια του, γυάλιζαν στο φως της φωτιάς, με τη φλόγα να χορεύει κόκκινη μέσα τους, μακάβριος προάγγελος του αίματος που σύντομα θα τις έβαφε. Το χαμόγελο στο λευκό του πρόσωπο μιλούσε μόνο για θάνατο και τα μάτια του έλαμπαν κόκκινα με μίσος και διάθεση για φόνο. Το σώμα του ήταν άκαμπτο, σταθερό, γεμάτο κρυφή δύναμη. Το άλμα του ήταν μετρημένο ,καλοζυγιασμένο, σχεδόν αργό, κάνοντάς τον να  φαίνεται ότι πετάει, ένας άγγελος θανάτου, με μάτια κόκκινα και αστραφτερές λεπίδες, έτοιμος να πάρει αυτό που ήξερε καλύτερα:ζωές. Ήταν ο Σάντρο, ο θλιβερός Περιπατητής των Κόσμων, γιος Δαιμόνων και αμφισβητητής τους, πλάσμα φονικό, μα συνάμα όμορφο.


    Προσγειώθηκε με ακρίβεια μπροστά στο ορκ που στόχευε και με μία κίνηση χωρίς ατέλειες του έκοψε το λαρύγγι. Στο πλάι του οι νάνοι ούρλιαζαν με έξαψη. Ο ίδιος γύρισε αθόρυβα με την κάπα του να ανεμίζει μεγαλόπρεπα. Οι κόκκινες φλόγες των ματιών του και οι κραυγές των νάνων έκαναν τα ορκ να δειλιάσουν μα μόνο για μια στιγμή. Κι ύστερα άρχισε η σφαγή.


     Σφυρί, λεπίδες και τσεκούρι μπλέχτηκαν σ' ένα φονικό, κυκλικό χορό με καβαλιέρο το θάνατο. Εντόσθια, κεφάλια και μαύρο αίμα πετάγονταν με κάθε κίνηση των τριών συντρόφων, σκορπίζοντας το θάνατο στα ορκ που τους κύκλωναν από παντού. Σαν κύματα έπεφταν επάνω τους και σαν βράχος τους διέλυαν εκείνοι. Όμως τα ορκ ήταν πολλά. Το τσεκούρι έπεσε πρώτο. Λεπίδες και σφυρί έμειναν να αγωνίζονται, πλάτη με πλάτη. Οι μυς των δυο συντρόφων άρχισαν να κουράζονται, οι κινήσεις τους έγιναν αβέβαιες. Με ελπίδα είδαν ότι ελάχιστα ορκ είχαν μείνει. Με απελπισία είδαν τον αρχηγό τους να πλησιάζει.


   Ήταν ένα πλάσμα με ύψος πάνω από δυο μέτρα. Οι μυς του θα έκαναν τους πιο δυνατούς ταύρους να ντρέπονται για την αδυναμία τους και το ρόπαλο που κρατούσε μπορούσε άνετα να ήταν δοκάρι από σπίτι. Σάλια έτρεχαν από το παραμορφωμένο του στόμα και στα μάτια του γυάλιζε το φως της ενσυνείδητης παράνοιας.


   Χίμηξε όταν πια δεν υπήρχε υποτακτικός για να διατάξει. Αγνοώντας τον πεσμένο στα γόνατα Σάντρο, όρμιξε στο νάνο. Μα βρήκε αντίσταση. Ένιωσε την καυτή από το αίμα σφύρα του νάνου να του τραντάζει το πόδι. Ούρλιαξε από πόνο και χτύπησε με τη σειρά του. Ο νάνος άντεξε, αλλά σίγουρα για τελευταία φορά. Φωνάζοντας με απόλαυση ετοιμάστηκε να κατεβάσει το ρόπαλό του.


   Θα έβρισκε το στόχο. Το ήξερε ο ίδιος, το ήξερε ο νάνος που πάλευε να μείνει όρθιος, το ήξερε και ο Σάντρο που, πεσμένος στα γόνατα, προσπαθούσε να βρει την ανάσα του. Ήθελε να βοηθήσει. Όχι από ευγένεια ή καλοσύνη, τέτοια συναισθήματα ήταν περιττά και ανόητα για την δική του ύπαρξή. Όμως ο Σάντρο ήξερε να αναγνωρίζει ένα μαχητή όταν τον έβλεπε. Και ήξερε να διαλέγει συντρόφους. Και ο νάνος ήταν και τα δύο.


   Με ελάχιστα κλάσματα στη διάθεσή του ο Σάντρο μάζεψε όση δύναμη είχε απομείνει στη σκέψη του. Απομονώνοντας από την εικόνα των ματιών του το υπόλοιπο περιβάλλον, εστίασε την όραση του στις δύο μαχόμενες φιγούρες μπροστά του. Για λίγο, ο χρόνος πάγωσε στη συνείδησή του. Τα μάτια του άστραψαν, καθώς η σκέψη του ταξίδεψε σε άλλες διαστάσεις ύπαρξης, διαστάσεις πλασμένες μόνο για δαίμονες. Και με τη δύναμη που του έδινε το αίμα του, ο Σάντρο τύλιξε τους δύο μονομάχους σ' ένα σκοτάδι, ένα σκοτάδι προερχόμενο από τις σκιές των μπουντρουμιών της Κόλασης, της πατρίδας του.


    Το σκοτάδι εμφανίστηκε ακαριαία, κάνοντας τον αρχηγό των ορκ να σαστίσει για μια στιγμή. Αυτή η στιγμή ήταν αρκετή για το νάνο να κατεβάσει το σφυρί του με όση δύναμη του είχε απομείνει, σπάζοντάς του το θώρακα και κάνοντας το σκοτάδι που τον τύλιγε μόνιμο.


   Βγαίνοντας από τη σκοτεινή σφαίρα, ο νάνος έγνεψε μ' ευγνωμοσύνη στο γιο των δαιμόνων. Εκείνος, απλά μάζεψε τις λεπίδες του και ,με ανανεωμένες δυνάμεις σηκώθηκε για να κοιτάξει με ικανοποίηση τα πτώματα των 50 περίπου ορκ που κείτονταν νεκρά.


   Σφυρί, τσεκούρι και λεπίδες.

All written works in this site (including all pages and subpages) are the products of intellect of Konstantinos Oikonomou a.k.a. the Writer. All rights are reserved with the exception of works set on established franchises (Warcraft, Star Wars, World of Darkness etc). Such works are to be used with respect to their respective owners.

© 2023 by Johan Cage. All rights reserved.

bottom of page