Notebook
unedited
All rights of written work reserved.
(από την πρώτη ιστορία: σάμαελ)
Όταν πια βρισκόταν αναπαυτικά καθισμένος στην πολυθρόνα του, στο φορτωμένο με βιβλία αναλύσεων και οικονομικές μελέτες καθιστικό του, επικρότησε την απόφαση του, καθώς για άλλη μια φορά η συνάντηση με το Σάμαελ Πόουτ ήρθε να μονοπωλήσει τις σκέψεις του. Εκνευρισμένος με τον εαυτό του, έκλεισε με δύναμη το «Προβληματισμοί για τις Μικροοικονομικές Προοπτικές στις Περιφερειακές Κοινότητες», του Καθηγητή Μάιλερ και, χαϊδεύοντας αφηρημένα το πηγούνι του, αφέθηκε στους προβληματισμούς του.
Κάποια στιγμή, το βλέμμα του έμεινε στα τετράδια του που βρίσκονταν τακτικά τοποθετημένα στη βιβλιοθήκη του. Δίστασε. Ανοησίες, σκέφτηκε. Ύστερα άλλαξε γνώμη. Θεωρώντας ότι δεν έχει τίποτα να χάσει αν προσπαθούσε, σηκώθηκε αποφασισμένα, τράβηξε ένα από τα άδεια τετράδια και κάθισε στο γραφείο του. Σήκωσε την πένα του, έγραψε τον τίτλο στο εξώφυλλο, άνοιξε την πρώτη σελίδα, βούτηξε την πέννα στο μελάνι και την έφερε πάνω από τη σελίδα.
20:18.
Ο κος Ρεμ φαινόταν να υποφέρει. Ποτέ δεν θυμόταν τον εαυτό του να κάθεται τόση ώρα πάνω από ένα τετράδιο χωρίς να γράφει. Το στομάχι του γύριζε κι η λευκή σελίδα είχε αρχίσει να τον ζαλίζει. Όποτε έπαιρνε μια απόφαση και πλησίαζε την πένα του περισσότερο, μετάνιωνε, θεωρώντας ότι ήταν χαζομάρα αυτό που σκέφτηκε. Από την άλλη, η άδεια σελίδα έμοιαζε… Έμοιαζε λάθος, κατέληξε. Όμως δεν μπορούσε να τη γεμίσει. Πείσμωσε. Δεν σηκώθηκε.
20:39
Στεκόταν με το κεφάλι ελαφρά γυρισμένο στα δεξιά. Το δεξί χέρι του ήταν μετέωρο πάνω από την άδεια σελίδα, έτοιμο να κατεβάσει τη φτερωτή πένα και να γράψει. Μια τούφα από τα καστανά του μαλλιά έπεφτε στο μέτωπό του και τα λεπτά ματογυάλια του είχαν γλιστρήσει λίγο προς την άκρη της μύτης του. Η όλη στάση του κου Ρεμ δεν είχε τίποτα το παράξενο. Όμως υπήρχε μια λεπτομέρεια. Μια λεπτομέρεια που μόνο τα κρυμμένα, από τα ματογυάλια και τα μαλλιά, μάτια του μαρτυρούσαν. Γιατί έμεναν ακίνητα και διασταλμένα, στραμμένα στο άπειρο, απόδειξη ότι ο κος Ρεμ δεν θα γέμιζε τη σελίδα σύντομα.
Ο κος Ρεμ ονειροπολούσε.
20:52
Η λευκή σελίδα είχε πια μουντζουρωθεί από τις σταγόνες μελάνι που σιγά σιγά έσταξαν από την μετέωρη πένα, φτιάχνοντας μια μεγάλη μαύρη κηλίδα. Έμοιαζε με μάτι θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος. Κάποιος που δεν έβλεπε μόνο μια μεγάλη μαύρη κηλίδα.
21:02
Ο κος Ρεμ είχε επιτέλους σηκωθεί και βρισκόταν στην κουζίνα, ετοιμάζοντας κάτι ελαφρύ να φάει. Είχε χαμογελάσει με την κηλίδα. Κι ύστερα είχε γράψει. Λίγες λέξεις μόνο αλλά τουλάχιστον δεν τον είχε κερδίσει η άδεια σελίδα.
Από την κουζίνα ακούγονταν ήχοι από μαχαιροπίρουνα και πιατικά. Η σελίδα ήταν ακόμα ανοιχτή. Κάτω από τη μουτζούρα απλωνόταν μια γραμμή. Θα έλεγε κάποιος ότι η όλη σελίδα έμοιαζε πια με πρόσωπο. Ένα μάτι ανοιχτό παιχνιδιάρικα, ένα μάτι κλειστό, κάπου πιο κει, και ένα λεπτό χαμόγελο από λέξεις λίγο πιο χαμηλά. Θα έλεγε κάποιος. Κάποιος που θα μπορούσε ποτέ να προσέξει ότι στην Πρωτεύουσα δεν υπήρχαν καμπύλες.
Νομίζω ότι ο Σαμ ήταν ευτυχισμένος, έλεγε με το χαμόγελο της η σελίδα.