Notebook
unedited
All rights of written work reserved.
(από το Πράσινο Βιβλίο)
Καλώ τη Μεγάλη Μητέρα, τη Γκιάζντρα, για μάρτυρα στα λόγια μας.
Να τα ακούσει και να τα αφήσει να χαρακτούν στην αιώνια μνήμη της Πέτρας της και να κριθούν αργότερα, σοφά ή ανόητα.
Ξορκίζω τη Σκιά του Μορέλεγκον Γκοθ μακριά να μείνει από τα μάτια και το νου μας,
γιατί σήμερα πρέπει να αποφασίσουμε όσο σοφά μας επιτρέπει η θνητή μας φύση.
Και το Φοράλ τον Κόκκινο ξορκίζω, μακριά από μας να μείνει,
γιατί σήμερα πρέπει να βασιλεύσει η Ομόνοια και τα Πάθη να κοιμηθούν.
Φύγε κι εσύ, Άρχοντα του Θανάτου! Σήμερα αποφασίζει η Ζωή.
Ζητώ απ’ το Χρυσό Άρχοντα, το Μαλτέλ, να φωτίσει το νου και την καρδιά μας,
χωρίς να τα τυφλώσει, όπως θα συνεχίσει να κάνει αιώνια στον κόσμο με το χρυσό του φως.
Και από τον Πατέρα της Ασημένιας Σελήνης ζητώ, τ
α θέλγητρα και τη μαγεία του να άρει από μας και με την Ελπίδα του να μη μας οδηγήσει σε σκέψεις παράτολμες.
Και από τον Έφερ του Ανέμου ζητώ τη σκέψη μας να μην την παρασύρει και με προσήλωση να δούμε το καθήκον μας.
Και συ Μεάρ, Μητέρα των Υδάτων,
άσε τη σκέψη μας ελεύθερη από τις επιθυμίες των ψυχών μας.
Γιατί σήμερα ξεχνάμε τον εαυτό μας και είμαστε ο Κύκλος.
Η βαθιά φωνή σώπασε. Ο κάτοχός της ήταν ένας άνθρωπος με πολλούς χειμώνες να πλουτίζουν το βάθος το ματιών του, ντυμένος μ’ ένα απλό, λευκό ράσο, με λευκά γένια και λευκά μαλλιά να στολίζουν το γερασμένο, μα όχι κουρασμένο, πρόσωπό του. Στεκόταν μόνος του μπροστά από έναν πέτρινο βωμό, που ορθωνόταν στο κέντρο ενός κύκλου σχηματισμένου από δεκατρείς πέτρινους θρόνους. Μπροστά από κάθε θρόνο, εκτός από έναν, στέκονταν από ένας άνδρας ή μια γυναίκα, ντυμένοι και αυτοί στα λευκά.
Ο Αλφός στεκόταν στο πλάι του Ταρ-εν-Όνεκ, έξω από τον Κύκλο, λίγο πίσω από τους δύο θρόνους που βρίσκονταν απέναντι από το μοναδικό άδειο θρόνο, και παρακολουθούσε τις τελετουργικές κινήσεις του ασπρομάλλη, που φαινόταν να αφήνει κάτι στο βωμό σιωπηλά. Όταν τελείωσε, ο ηλικιωμένος άντρας, που δεν ήταν άλλος από τον Μεγάλο Δρυΐδη Έχαρντιν, ηγέτη και οδηγό ολόκληρης της Αδελφότητας, χαμήλωσε το κεφάλι, μια κίνηση που μιμήθηκαν όλοι στον κύκλο, όπως και ο Ταρ-εν-Όνεκ. Διστάζοντας λίγο, ο Αλφός, ακολούθησε το παράδειγμά τους. Γύρω του τα πάντα σιώπησαν. Κανένας ήχος, καμία κίνηση δε φαινόταν να ταράζει ολόκληρο το δάσος. Κανένα πουλί δεν κελάηδησε, κανένα φύλλο δε θρόισε στον άνεμο, λες και το ίδιο το δάσος περίμενε για να συνεχίσει τη ζωή του. Ο Αλφός ένιωσε μια περίεργη γαλήνη να τον τυλίγει και η σιωπή γύρω του έγινε εντονότερη. Κι ύστερα, ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, με μια απόλυτα συγχρονισμένη κίνηση λες και μία μόνη συνείδηση τους οδηγούσε όλους, δεκατρία χρυσά δρεπάνια γυάλισαν στις λιγοστές αχτίδες που περνούσαν την πράσινη οροφή του Κύκλου, και τα τελευταία λόγια αντήχησαν στον κύκλο με τους δεκατρείς πέτρινους θρόνους:
Καλούμε εσένα, ω Πατέρα μας,
Φάχαρθα, Άρχοντα της Ζωής και Διατηρητή του Κόσμου!
Εύθραυστο Παιδί της Δημιουργίας, άκουσε τα λόγια μας,
όπως εμείς ακούμε το θέλημα των παιδιών σου!
Γιατί εμάς διάλεξες για Προστάτες τους κι εμείς εσένα για Αφέντη μας!
Δότη της Πνοής εισάκουσέ μας και βοήθησέ μας να πράξουμε το δικό σου θέλημα!
Άρθα!
Πουλιά φτερούγισαν και τα φύλλα θρόισαν στον ξαφνικό αεράκι που συνόδευσε την τελευταία λέξη, λες και ο ίδιος ο άνεμος και τα δέντρα θέλησαν να την προφέρουν μαζί με τους δρυΐδες. Το σώμα του Αλφός ρίγησε από δέος. Κοιτάζοντας δίπλα του, είδε τον Ταρ-εν-Όνεκ να κοιτάζει τη σκηνή με μια περίεργη έκφραση. Μπερδεμένος, ο γιος του Κόμη του Λεράκ στράφηκε ξανά προς τον κύκλο για να δει τον Έχαρντιν να παίρνει τη θέση του στον άδειο θρόνο και να αφήνει το δρεπάνι του στα πόδια του, μια κίνηση που έκαναν και οι υπόλοιποι λευκοντυμένοι δρυΐδες. Έπειτα, ο Μέγας Δρυΐδης μίλησε και η βαθιά του φωνή αντήχησε και πάλι μόνη της στο ξέφωτο με τους πέτρινους θρόνους:
«Είμαστε ο Κύκλος» είπε.
«Είμαστε» απάντησαν οι υπόλοιποι και κάθισαν στους θρόνους τους.