Notebook
unedited
All rights of written work reserved.
(από τη δεύτερη ιστορία: οράτιος)
«...
Υπάρχουν πολλά είδη μαγείας,, υιέ μου, είπε ο Πατέρας και το νεαρό, κοντούλικο αγόρι έγνεψε με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό γιατί επιτέλους θα μάθαινε αυτό που ζητούσε από καιρό, και είναι παντού γύρω μας.. Όμως η μαγεία είναι μυστικό και κανένας μάγος ποτέ, εκτός από τους τσαρλατάνους στα πανηγύρια και τους ανόητους, δεν τη δείχνει στον κόσμο..
Μα, Πατέρα, είπε το αγόρι με απορία, νόμιζα πως η μαγεία είναι μία και πως δεν κρύβεται γιατί είναι πανέμορφη και πανίσχυρη και τα αποτελέσματά της εντυπωσιακά. Ο Πατέρας χαμογέλασε.
Έχεις δίκιο, έτσι είναι, αλλά γιατί να μην ισχύουν και τα δύο; ρώτησε ρητορικά. Η μαγεία είναι μία αλλά από τον τρόπο που τη χρησιμοποιεί ο καθένας χωρίζεται σε, ας πούμε, κατηγορίες. Και είναι επίσης το πιο καλά φυλαγμένο μυστικό του κόσμου κι όμως, δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει τα μάτια του και να αντικρύσει τον κόσμο με το σωστό τρόπο για να διακρίνει όλα τα είδη της που μας περιβάλουν καθημερινά.
Δεν καταλαβαίνω, είπε το αγόρι.
Πολύ καλά, κοίτα γύρω σου. Τι βλέπεις;
Το πάρκο, απάντησε το αγόρι ανασηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα.
Ναι, ναι, και τι άλλο; επέμεινε ο Πατέρας. Τι βλέπεις μέσα στο πάρκο;
Τα αγόρι κοίταξε γύρω του. Βλέπω κόσμο. Κάποιους να διαβάζουν εφημερίδες στα παγκάκια. Άλλους να προχωρούν με γρήγορο βήμα κοιτάζοντας κάτω. Μάλλον πάνε στις δουλειές τους. Άλλοι πάνε πιο αργά και συζητάνε ή γελάνε. Α, να και ο κος Άρμσμαν! Τον είδες, Πατέρα; Ταΐζει τις πάπιες και τους σκίουρους και ο σκύλος του κοιτάζει το φαγητό με σηκωμένα αυτιά. Ο κακομοίρης ζηλεύει… Βλέπω και δυο κηπουρούς. Φαίνεται να συζητούν για κάτι. Ω, περίμενε. Τώρα ο ένας κόβει τα φύλλα εκείνου του θάμνου κι o άλλος φροντίζει τις τριανταφυλλιές δίπλα. Και μιλώντας γι αυτό, βλέπω φυσικά και όλα τα δέντρα, τους θάμνους, τα λουλούδια και το χορτάρι στο πάρκο.
Πολύ καλά! τον συγχάρηκε ο Πατέρας κι ύστερα είπε: Πες μου όμως, βλέπεις όλους αυτούς τους μάγους, τα εργαλεία τους και τη μαγεία τους που ξεδιπλώνεται κάτω από τις προσταγές τους;
Το αγόρι κοίταξε ολόγυρα με γουρλωμένα μάτια που έλαμπαν κι ένα χαμόγελο προσμονής στα χείλη. Ύστερα, το χαμόγελο έσβησε και οι ώμοι του κρέμασαν, καθώς τα μάτια του χαμήλωσαν και ψιθύρισε ένα απογοητευμένο όχι. Ο Πατέρας χαμογέλασε και του έσφιξε τους ώμους. Κοίτα μαζί μου, του είπε με γλυκιά φωνή και το αγόρι σήκωσε τα μάτια και κοίταξε γύρω ξανά, διστακτικά.
Να! Κοίτα εκεί, είπε γνέφοντας προς του κηπουρούς. Είναι δύο μεγαλόπρεποι Δημιουργητές, που ακόμα και στη μεγάλη μας Πόλη κατάφεραν να υποτάξουν τα δημιουργήματα της Φύσης και να τα πλάσουν κάτω από τις προσταγές τους, δημιουργώντας ολόκληρα δέντρα, και πλούσιους θάμνους και πανέμορφα λουλούδια χρησιμοποιώντας μόνο σπόρους και νερό. Κι εκεί, μη μου πεις πως δε βλέπεις τους δυο πανίσχυρους Γητευτές! Κοίτα πως εξασκούν τις δυνάμεις τους ο ένας στον άλλο σε μια φιλική μονομαχία! Αναρωτιέμαι ποιος θα κερδίσει, ποιος θα κερδίσει τελικά περισσότερο τη συμπάθεια του άλλου. Ελπίζω να καταλήξει σε ισοπαλία. Είναι πάντα καλύτερα έτσι, ανάμεσα στους Γητευτές, αν και σπάνια υπάρχει πραγματική ισοπαλία. Και κοίτα κι εκεί! Είναι ο Άρμσμαν ο Καφετής, ο μεγαλύτερος ίσως Επικλητής της Πόλης! Πάντα ζήλευα λίγο τους Επικλητές. Με μερικές χαμηλόφωνες λέξεις,, τις σωστές κινήσεις και τα σωστά συστατικά κατακλύζονται από ζώα-συμμάχους.
Κι εκείνος; είπε με χαρούμενη φωνή τώρα πια το αγόρι, δείχνοντας προς τον άνδρα που διάβαζε την εφημερίδα του. Τι είναι εκείνος, Πατέρα;
Ω, αυτός είναι ο πιο επικίνδυνος!
Το αγόρι λούφαξε. Γιατί;
Γιατί δεν ξέρουμε τι είναι, φυσικά! Θα μπορούσε να είναι Αστρομάγος ή ακόμα και κάποιος πανίσχυρος Μάντης, γεμάτος από Γνώσεις που αφορούν ολόκληρο τον κόσμο!
Σιωπή έπεσε για λίγο.
Είσαι κι εσύ μάγος, Πατέρα; ρώτησε τελικά το αγόρι.
Φυσικά και είμαι!
Τι μάγος είσαι πατέρα;
Τώρα που έμαθες να τους διακρίνεις, υιέ μου, γιατί δε δοκιμάζεις να μου πεις εσύ τι είμαι;
Το αγόρι βυθίστηκε σε σκέψεις. Νομίζω πως ξέρω, είπε τελικά. Είσαι Παραισθησιογόνος. Φτιάχνεις παραισθήσεις, οφθαλμαπάτες.
Ο Πατέρας χαμογέλασε. Και πως το κατάλαβες αυτό;
Σκέφτηκα πως μας βλέπουν οι άλλοι. Βλέπουν ένα μεγάλο και ένα παιδί να συζητούν σοβαρά, μάλλον ότι με μαλώνεις για κάποια αταξία. Δεν ξέρουν ότι μόλις τους αποκάλυψες όλους κι ότι με μαθαίνεις όλα τα μυστικά της μαγείας. Άλλο βλέπουν, άλλο συμβαίνει. Το ίδιο και στη δουλειά σου. Παίρνεις ένα κομμάτι μέταλλο και το σκαλίζεις όμορφα. Δεν αλλάζει το υλικό κι όμως το πουλάς πιο ακριβά απ’ όσο το πήρες. Δεν αλλάζει κι όμως αλλάζει. Άρα, είσαι Παραισθησιογόνος.
Ο Πατέρας γέλασε δυνατά. Έχεις απόλυτο δίκιο, υιέ μου. Αυτό ακριβώς είμαι. Όμως τώρα πρέπει να φύγουμε, είπε καθώς σηκωνόταν. Η Μητέρα πρέπει να τελειώνει με το φαγητό και θα μας κατσαδιάσει αν έχει κρυώσει όταν γυρίσουμε.
Ξεκίνησαν να φύγουν μα το παιδί μίλησε ξανά. Πατέρα, δεν μου είπες εκείνοι τι είναι, είπε γνέφοντας κρυφά προς μερικούς περαστικούς που προχωρούσαν με φούρια και τα κεφάλια σκυφτά.
Αυτοί δεν είναι μάγοι, υιέ μου, απάντησε ο πατέρας. Αυτοί είναι δέσμιοι της πιο ισχυρής μαγείας της Πόλης.
Ω, ποια είναι αυτή η μαγεία, πατέρα;
Έχει πολλά ονόματα και αυτό την κάνει τόσο επικίνδυνη. Άλλοι τη λένε Ορθή Μαγεία, άλλοι Οικονομία, άλλοι Μαγεία Απορρόφησης, Επιβίωσης ή Δουλειάς. Το πιο γνωστό όνομά της είναι αυτό του Καθήκοντος και το πιο άσχημο είναι το Μαγεία-Που-Δεν-Υπάρχει. Όπως και να την ονομάσεις, αυτή η Μαγεία προσπαθεί να σε πείσει ότι δεν υπάρχει άλλη μαγεία κι ότι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να δουλέψεις για να βγάλεις χρήματα και να πάρεις καινούργια, ακριβά πράγματα.
Μα είναι ωραίο να παίρνεις ακριβά πράγματα, Πατέρα. Θυμάσαι πόσο χάρηκε η Μητέρα όταν της πήρες εκείνο το ρολόι;
Ναι, έχεις δίκιο. Αλλά το μυστικό είναι να παίρνεις τα πράγματα που κερδίζεις με τη δική σου μαγεία γιατί τη δική σου μαγεία την αγαπάς και σε κάνει ευτυχισμένο, ακόμα κι αν τελικά δεν παίρνεις ακριβά πράγματα.
Τότε θα κάνω και τα δύο, αφού μου αρέσουν και τα δύο, είπε αποφασιστικά το αγόρι.
Και θα είσαι πολύ ευτυχισμένος αν τα καταφέρεις,, υιέ μου, είπε ο πατέρας.
Όμως, πατέρα, μπορώ να γίνω μάγος κι εγώ που είμαι μικρούλης;
Οι καλύτεροι μάγοι είναι αυτοί που μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τα εργαλεία που έχουν. Το ότι είσαι μικρούλης δεν είναι παρά ακόμα ένα τέτοιο εργαλείο. Μάθε να το χρησιμοποιείς σαν τέτοιο στη μαγεία σου, Οράτιε.
Ο μικρός δεν απάντησε και έφυγαν από το πάρκο.
(…)
…
Άνοιξε την πόρτα υπηρεσίας με ύφος βαριεστημένο, κεφάλι ελαφρά σκυμμένο και μηχανικές, κουρασμένες κινήσεις, λες και το άνοιγμα της πόρτας σήμαινε το σήκωμα ενός φορτίου που έπρεπε να κουβαλήσει για ώρες ακόμα. Όπως το περίμενε, υπήρχε ένας φρουρός μέσα μα προχώρησε σαν να μην τον είχε προσέξει.
Ώπα, ώπα, αγοράκι! είπε ο φρουρός. Απαγορεύετε να μπαίνεις εδώ μέσα. Πήγαινε παίξε αλλού.
Ξέρεις πολλά αγοράκια με μουστάκι και μούσι, φίλε; ρώτησε εκνευρισμένα ο Οράτιος, φροντίζοντας πάντως να τονίσει τη δουλεμένη προφορά του. Και σου φαίνομαι να έχω όρεξη για παιχνίδια; Από μέσα του δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει λίγο, αν και ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο να μη ταυτίζεται απόλυτα με το ρόλο του. Μόλις στην προηγούμενή του δουλειά είχε παρουσιαστεί σαν ένα από τα πολλά παιδιά των καλεσμένων στην έπαυλη του Πασά. Είχε δουλέψει σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Χαχα, και τι να σου κάνω που είσαι έτσι κοντοστούπης; γέλασε με αγένεια ο φρουρός. Σερβιτόρος;
Ναι, απάντησε εκείνος, δήθεν εκνευρισμένα και μετά από σκέψη ελάχιστων στιγμών αποφάσισε να το τραβήξει λίγο. Θα σερβίρω το τραπέζι των παιδιών. Ο Υπουργός φαίνεται να έχει το ίδιο καλό χιούμορ με εσένα.
Όνομα; ρώτησε ο φρουρός, σμίγοντας ενοχλημένος τα φρύδια του.
Φελίπ Μανρέλ.
Ο φρουρός κοίταξε τις λίστες του. Δε σε βλέπω, κοντοστούπη, είπε τελικά.
Ο Οράτιος αναστέναξε κι άνοιξε την τσάντα του, με προσοχή ώστε να μη βλέπει ο φρουρός τι είχε μέσα αλλά και να μη φανεί ύποπτη η κίνησή του. Τράβηξε από μέσα ένα διπλωμένο χαρτί και αφού το κοίταξε λίγο για να σιγουρευτεί ότι είναι αυτό, το έδωσε με αδιαφορία στο φρουρό.
Τα χαρτιά του γραφείου μου, είπε. Με φώναξαν μόλις εχθές. Μπορεί να ξέχασαν να με βάλουν στη λίστα σου. Ο φρουρός κοίταξε το χαρτί. Η καρδιά του Οράτιου ανέβασε σφυγμούς. Αυτό ήταν το πρώτο δύσκολο κομμάτι. Η πλαστή βεβαίωση ήταν φτιαγμένη πολύ καλά και η πιθανότητα να διακρίνει ο φρουρός ότι το μελάνι ήταν διαφορετικό από αυτό που χρησιμοποιούσε η εταιρεία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, όμως ένα άγχος υπήρχε. Άρχισε να χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα για να εκτονωθεί λίγο.
Τι θα γίνει, τελειώνεις; πρόσθεσε για να ντύσει ακόμα περισσότερο τον ψεύτικο εκνευρισμό του. Πρέπει και να αλλάξω ξέρεις.
Ναι, ναι, τα χαρτιά φαίνονται εντάξει. Πέρνα.
Έγινε, είπε ο Οράτιος και αφού πήρε το πλαστό έγγραφό του, πέρασε μέσα. Άφησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα πριν χαρεί με την πρώτη του νίκη, έτσι για να μη το γρουσουζέψει, κι ύστερα φύλαξε τη βεβαίωση και πάλι. Καθώς το χέρι του βυθίστηκε στην τσάντα του, ακούμπησε τα δύο μικρά του μαχαίρια, γούρι του αλλά και η ασφάλειά του αν τα πράγματα αγρίευαν ή έστω αν χρειαζόταν να πάρει πιο δραστικά μέτρα με κάποιο φρουρό. Ψαχούλεψε λίγο ακόμα στα τυφλά ώσπου χάιδεψε λίγο το σιδερένιο αντίγραφο της Ασημένιας Άμαξας, του πιο ακριβού κειμηλίου στη συλλογή του Υπουργού και της λείας του για απόψε.
Πραγματικός Παραισθησιογόνος, Πατέρα, σκέφτηκε και χαμογέλασε...»
_____
Απόσπασμα από το διήγημα «Οι Περιπέτειες του Διαρρήκτη Οράτιου Χόπιντροτ και των Φανταστικών Οφθαλμαπάτεών του», υπογεγραμμένο από κάποιον κο Φ.Ρ.