top of page

(από το Ασημένιο Βιβλίο)

Τα πόδια του έτρεμαν. Το στομάχι του ήταν σφιγμένο. Ιδρώτας έλουζε το πρόσωπό του και έκανε τα μάτια του να τσούζουν. Ένιωθε το αίμα να ρέει σχεδόν σε όλο του το δέρμα. Η καρδιά του τον πόναγε με κάθε της χτύπο και τα σαγόνια του ήταν σφιγμένα, λες και με τα δόντια προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχή του στο σώμα του. Πνιγμένα αναφιλητά του έκλειναν το λαιμό. Ποιος είπε ποτέ ότι αυτοί που αργότερα θα ονομάζονταν ήρωες δε φοβούνται;


Οι επιθέσεις είχαν σταματήσει απότομα. Οι εχθροί του τον είχαν παρατήσει ξαφνικά, αφήνοντάς τον μόνο. Όμως αυτό δεν έφερε καμία ανακούφιση. Η ένταση της μάχης έφευγε σιγά σιγά αφήνοντας τον πόνο από τις άπειρες πληγές να κατακλείσει τις αισθήσεις του. Το σκοτάδι γύρω του τον άφηνε σε μια διαρκή αγωνία. Ένας φόβος αρχέγονος, σαν το φυσικό φόβο του παιδιού προς το σκοτάδι ξύπνησε μέσα του. Όχι, όχι δεν ήταν μόνος. Κάτι άλλο ήταν εκεί μαζί του. Ένα κενό μέσα στο ίδιο το σκοτάδι που τον τύλιγε. Φόβος. Και Θάνατος. Τρέμοντας ολόκληρος, κουλουριάστηκε σαν μωρό σε μια γωνία και άρχισε να κλαίει χωρίς δάκρυα. Τα μάτια του προσπαθούσαν απεγνωσμένα να διακρίνουν τι υπήρχε στο σκοτάδι, ανοιγμένα διάπλατα, οι κόρες διασταλμένες από τρόμο. Ένιωθε τα μάτια της Σκιάς που τον τύλιγε καρφωμένα επάνω του. Η βεβαιότητα του Θανάτου ξεδιπλώθηκε στο σκοτάδι των ματιών του. Ένιωσε το Φόβο να τρυπάει το νου και την ψυχή του σαν μεγάλο αγκάθι μέσα στα σωθικά του. Είχε την αίσθηση πως προσπαθούσε να σηκώσει γιγάντιους βράχους που τον έλιωναν με χέρια πιο λεπτά από καλάμια. Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μια σιωπηλή κραυγή. Σκιά και Θάνατος τύλιξαν την ίδια του την ύπαρξη. Οι σκέψεις του χάθηκαν, μπερδεύτηκαν, χάνοντας κάθε συνοχή και νόημα. Ανήμπορος, αδύναμος, γυμνός στη σάρκα και στη σκέψη μπροστά στο μάτι της σκιάς που τον τύλιγε, ένιωσε τα λογικά του να χάνονται.


Όμως κάτι τον κράτησε. Ένα φως, μικρό σαν σπόρος φάνηκε από το πουθενά μες το απέραντο σκοτάδι της σκέψης του. Ένιωσε κάτι να σπάει μέσα του, ένας αβάσταχτος πόνος ξύπνησε το σώμα του  κι ύστερα άνοιξε τα μάτια του κι είδε το φως να απλώνεται γύρω του. Η Σκιά τραβήχτηκε αιφνιδιασμένη. Ο Θάνατος χίμηξε με λύσσα, μη θέλοντας να αφήσει τη λεία του να το σκάσει. Το φωτεινό πλάσμα δεν τον άφησε να πλησιάσει. Άγρια μουγκρητά έκαναν τη γη να σειστεί. Κι άλλος πόνος. Όμως το σκοτάδι της απελπισίας είχε φύγει και τώρα επικρατούσε η ελπίδα. Κι άλλες κραυγές, κι άλλα μουγκρητά. Πέτρες έπεσαν, βράχια ράγισαν και άνοιξαν.


Θυμάται το φως να χάνεται πίσω του. Θυμάται τον εαυτό του να τρέχει με τη λιγοστή δύναμη που του είχε απομείνει στον καθαρό αέρα μιας αφέγγαρης νύχτας, αφήνοντας δάκρυα να κυλήσουν στο πρόσωπό του για το Φως που έπεσε για να τον σώσει. Κι όταν πια τα πόδια του δεν άντεξαν και λύγισαν, θυμάται τη γεύση της λάσπης στο στόμα του καθώς τον τύλιγε το γλυκό σκοτάδι του ύπνου.

All written works in this site (including all pages and subpages) are the products of intellect of Konstantinos Oikonomou a.k.a. the Writer. All rights are reserved with the exception of works set on established franchises (Warcraft, Star Wars, World of Darkness etc). Such works are to be used with respect to their respective owners.

© 2023 by Johan Cage. All rights reserved.

bottom of page