top of page

(από το Πράσινο Βιβλίο)

Ο ήλιος είχε πια κρυφτεί όταν οι δύο δρυΐδες έφτασαν στον προορισμό τους. Περνώντας από δύσβατα μονοπάτια και περιοχές που ο Ταρ-εν-Όνεκ, προς μεγάλη του έκπληξη, δεν γνώριζε, τα βήματα του Έχαρντιν τους οδήγησαν στις παρυφές ενός λόφου που έσφυζε από ζωή. Αμέτρητα λουλούδια στόλιζαν το έδαφος, με τη διαφορετικότητα των χρωμάτων τους να δημιουργεί αρμονικούς συνδυασμούς, κάνοντας το σημαδεμένο δρυΐδη να φαντάζεται μόνο την σχεδόν θεϊκή ομορφιά που θα είχε το μέρος κάτω από το φως του ηλίου. Η έντονη μυρωδιά των νυχτολούλουδων γέμιζε τα ρουθούνια του, κάνοντας τον δρυΐδη να σκεφτεί πως έτσι, έτσι ακριβώς πρέπει να μυρίζει η Ζωή. Στο ψηλότερο μέρος του λόφου, ένα μοναδικό δέντρο ορθωνόταν, μια βελανιδιά, περήφανη, μεγάλη και αρχαία, τόσο αρχαία που θα χρειάζονταν μία ντουζίνα άντρες για να αγκαλιάσουν τον κορμό της, με τα χοντρά της φύλλα να λαμπυρίζουν ασημοπράσινα στο χλωμό φως τις Σελήνης. Οι μεγάλες σαν κλαδιά ρίζες της, χάνονταν βαθιά μέσα στα σπλάχνα του λόφου, λες και ήταν αυτή που κρατούσε το χώμα κι όχι το χώμα εκείνη. Από κάπου ψηλά, μέσα στα κλαδιά της, ερχόταν το ήρεμο κάλεσμα ενός κούκου. Ακολουθώντας τον Έχαρντιν, σχεδόν μαγεμένος από την ομορφιά του τόπου, ο Ταρ-εν-Όνεκ βρέθηκε μερικά βήματα μακριά από τα ριζά του δέντρου, όπου ο Μεγάλος Διδάσκαλος σταμάτησε, σαν να περίμενε κάτι.

Ένα αεράκι φύσηξε, ευχάριστα, σαν χάδι. Μερικά φύλλα από τη βελανιδιά ξεκόλλησαν, σαν από μόνα τους περισσότερο, παρά από τη δύναμη του ανέμου. Χόρεψαν για λίγο στον αέρα, κάνοντας κύκλους γύρω από τους δύο άνδρες, ψιθυρίζοντας λες όπως θρόιζαν στον άνεμο κι ύστερα γύρισαν προς τον κορμό του δέντρου τους. Με κινήσεις συντονισμένες, αν αυτό είναι δυνατό, στροβιλίζονταν εκεί, συνεχίζοντας το ασταμάτητο, σαν ανυπόμονο, ψιθύρισμά τους. Και τότε, καθώς τα φύλλα ξέσπασαν σ’ έναν έντονο, ενθουσιασμένο χορό, μέσα από το ξύλο του δέντρου πήρε σχήμα το σώμα μιας γυναίκας. Λεπτή, σχεδόν εύθραυστη, με λεία χαρακτηριστικά που τις έδιναν μια εξωπραγματική ομορφιά και δέρμα αψεγάδιαστο που γυάλιζε χρυσό σαν κεχριμπάρι, η γυναίκα χαμογέλασε παιχνιδιάρικα καθώς τα φύλλα πέταξαν χορεύοντας χαρούμενα προς το μέρος της. Άλλα την τύλιξαν με αγάπη, καλύπτοντας το γυμνό της κορμί, ενώ άλλα ακούμπησαν τρυφερά πάνω της, στολίζοντας τα  καστανόχρυσα μαλλιά της, σαν πράσινα αστέρια. Μέσα σε λίγες μόνο στιγμές, κάποια από αυτά άνθισαν ενώ από τα λεπτά κλωνάρια μερικών πετάχτηκαν βελανίδια. Η γυναίκα άφησε ένα γελάκι, χαϊδεύοντας με αγάπη τα λιγοστά φύλλα που αργοπορούσαν να ακουμπήσουν πάνω της κι ύστερα, όταν πια κάθε φύλλο είχε βρει τη θέση του, γύρισε προς τους δύο άντρες χαμογελώντας.


«Καλώς ήρθατε, φίλοι» είπε με φωνή ίδια με το θρόισμα των φύλλων της.


«Μια Δρυάδα…» κατάφερε να ψελλίσει μαγεμένος ο Ταρ-εν-Όνεκ, κάνοντας τη γυναίκα να γελάσει ντροπαλά και τα καστανά της μάτια να λαμπυρίσουν με νάζι. Ο Έχαρντιν δίπλα του χαμογέλασε καλόκαρδα με την αντίδραση του συντρόφου του.


«Μάλιστα, αφέντη δρυΐδη» απάντησε απαλά η Δρυάδα. «Είμαι η Βελανιδιά κι αυτή» συνέχισε γνέφοντας προς το δέντρο πίσω της «είναι η Μητέρα μου». Ο Ταρ-εν-Όνεκ συνέχισε να την κοιτάζει, ανήμπορος να αντιδράσει μπροστά στη θέα της ομορφιάς της. Εκείνη άφησε ακόμα ένα γελάκι πριν συνεχίσει ξανά.


«Κι εσύ είσαι ο Ταρ-εν-Όνεκ και έρχεσαι με σύντροφο παλιό και αγαπημένο φίλο, δικό μου και της Μητέρας μου.» Ο Έχαρντιν υποκλίθηκε ευγενικά στα λόγια της.
«Είναι μεγάλη χαρά που σας ξαναβλέπω και τις δύο, Βελανιδιά. Άρθα!»


«Και η Ανάσα μαζί σου, Ιασφαράκ Έχαρντιν!» απάντησε ευγενικά η Δρυάδα.


«Γνωρίζεις το όνομά μου;» είπε απορημένος ο Ταρ-εν-Όνεκ. Η Βελανιδιά γέλασε παιχνιδιάρικα για ακόμη μία φορά.


«Το Δάσος ψιθυρίζει το όνομά σου εδώ και καιρό, αφέντη δρυΐδη. Φυλάς τα σύνορά του και φροντίζεις τα Τέκνα του. Και η Μητέρα μου σε ξέρει από μικρό γιατί γεννήθηκες στη σκιά της. Ναι σε ξέρω και ξέρω περισσότερα από το όνομά που σου έδωσε η ζωή. Είσαι ο γιος της Ασημοπόδαρης, το Ελάφι που αμφισβητεί το Λύκο, εκείνος με την Ασημένια Καρδιά, αυτός που δεν ανήκει στον Κύκλο και εκείνος που μια μέρα θα τον οδηγήσει στην τελευταία του έξοδο. Η Ελπιδοφόρος Σελήνη βασιλεύει στον ουρανό της Ζωής σου, ο Φοίνικας είναι το Ζώο-Φύλακάς σου και η Βελανιδιά είναι το Δέντρο σου. Η Φλόγα διαφεντεύει τη Διάθεσή σου, η Θέλησή σου είναι χαραγμένη στην Πέτρα, το Ζωοδόχο Ύδωρ είναι το όπλο σου και ο αγγελιοφόρος Άνεμος αυτός που προτιμάς να προφέρουν τα λόγια σου. Το Σκοτάδι και ο Θάνατος σκεπάζουν τις αναμνήσεις σου αλλά θα πρέπει να τα αντικρίσεις κατάματα αν πρόκειται να ξυπνήσουν οι αισθήσεις σου και πρέπει να φέρεις την αφέντρα του Ουρανού σου και το Ζώο σου για να τα αντιμετωπίσεις. Τον Αθάνατο Ήλιο της Αλήθειας αναζητάς και θα τον βρεις στα μάτια ενός Τρελού. Κι όταν πια αυτά τα ζήσεις και τα καταλάβεις, τότε θα αντηχήσει στην ψυχή σου η Ανάσα και θα ξυπνήσεις ως παιδί του Φάχαρθα. Τότε θα ξαναβρεθούμε και θα σου δείξω πώς να γίνεις ένα με το Δέντρο σου. Μα αν αποτύχεις τότε θα πεθάνεις τυφλός, γυμνός και ανήμπορος, αιώνια προσπαθώντας να βγεις από το λαβύρινθο του Σκοταδιού που θα σε τυλίγει».


«Λες πολλά, Βελανιδιά» είπε σοβαρά αλλά και με φανερή έκπληξη ο Έχαρντιν, ενώ ο Ταρ-εν-Όνεκ κοίταζε τη Δρυάδα βλοσυρός και μπερδεμένος. Εκείνη χαμογέλασε.


«Λέω πολλά γιατί βλέπω πολλά. Η Γκιάζντρα είναι η Μητέρα της Μητέρας μου και στην Πέτρα της είναι χαραγμένος ο Χρόνος. Όμως έχεις δίκιο, Ιασφαράκ. Είστε ακόμη κλεισμένοι σε σάρκα και οστά και το πέρασμα του Χρόνου πρέπει να μένει κρυφό από τα μάτια σας μέχρι τα ίδια να το αντικρίσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Συγχώρεσέ με, Ταρ-εν-Όνεκ. Ξέχασε τα λόγια μου και σου υπόσχομαι μια μέρα πως θα τα καταλάβεις». Και λέγοντας αυτά υποκλίθηκε απολογητικά.


«Όμως πείτε μου», συνέχισε γρήγορα, χωρίς να αφήσει τον νεαρότερο δρυΐδη να απαντήσει «τι σας φέρνει στη Μητέρα μου. Ήρθατε να τον ξυπνήσετε; Δεν είναι ακόμη η ώρα, αν και πλησιάζει ακόμα και με το δικό σας μέτρημα».


«Με την άδειά σας, Βελανιδιά», απάντησε ο Έχαρντιν «θα θέλαμε απλά να του αφήσουμε κάτι. Όπως είπες, η ώρα να ξυπνήσει πλησιάζει και όταν γίνει αυτό θα πρέπει να το παραδώσει». Με τον Ταρ-εν-Όνεκ να κοιτάζει το Μεγάλο Διδάσκαλο ακόμα πιο μπερδεμένος, η Βελανιδιά έγνεψε καταφατικά και γύρισε να αντικρίσει τη Μητέρα της. Περπατώντας αργά, πλησίασε τον κορμό της και έσκυψε από πάνω της, χαϊδεύοντας με αγάπη το σκληρό της φλοιό. Ύστερα από μερικές στιγμές έκανε πίσω και περίμενε, με την πλάτη γυρισμένη στους δύο δρυΐδες.


Ένα υπόκωφο μουγκρητό αντήχησε στο λόφο και ο κούκος που είχε βρει καταφύγιο στα κλαδιά του δέντρου πέταξε ξαφνιασμένος μακρυά, καθώς τα κλαδιά της γέρικης βελανιδιάς άρχισαν να κινούνται, παρασυρμένα λες από έναν ανύπαρκτο άνεμο. Ύστερα, με μια σιωπή που φάνταζε τρομακτική, ο κορμός του αρχαίου δέντρου άρχισε να σέρνεται προς το πλάι, καθώς μια μεγάλη κουφάλα του άρχισε να ανοίγει και να πλαταίνει, τόσο που έπειτα από λίγο έμοιαζε με είσοδο σπηλιάς περισσότερο παρά κουφάλα. Σιγά σιγά ο φλοιός σταθεροποιήθηκε στη νέα του μορφή και κάθε κίνηση σταμάτησε. Χαμογελώντας, η Βελανιδιά γύρισε προς τη μεριά των δύο αντρών και με παιχνιδιάρικα μάτια έφερε το δάχτυλο της στα χείλη της, γνέφοντάς τους να κάνουν ησυχία. Από πίσω της, μία γλυκιά, πρασινωπή λάμψη άρχισε δειλά να ξεφεύγει από το άνοιγμα  που είχε εμφανιστεί και με αθόρυβες κινήσεις, η Δρυάδα πλησίασε προς το εσωτερικό. Σκύβοντας στο αυτί του Ταρ-εν-Όνεκ, ο Έχαρντιν του ψιθύρισε να περιμένει εκεί. Απογοητευμένος ο δρυΐδης, έμεινε να κοιτάζει το Μεγάλο Διδάσκαλο του Κύκλου μαζί με τη Δρυάδα να περνούν το άνοιγμα και να μπαίνουν στο εσωτερικό του κορμού.


Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει τι υπήρχε και τι συνέβαινε μέσα στον κορμό. Φαινόταν πως υπήρχε ένα δωμάτιο, μάλλον με χαμηλή οροφή γιατί ο Έχαρντιν και η Βελανιδιά προχωρούσαν σκυφτοί και το δωμάτιο μάλλον ήταν μικρό γιατί ο Μεγάλος Διδάσκαλος δεν προχώρησε παραπάνω από ένα-δύο βήματα από την είσοδο, καλύπτοντας έτσι την θέα με το μακρύ του ράσο. Κατάφερε όμως να διακρίνει μερικά πράγματα. Είδε τους δύο τους να σκύβουν πάνω από κάτι στο κέντρο του δωματίου. Τους άκουσε να ψιθυρίζουν και αρχικά ο Έχαρντιν φάνηκε εκνευρισμένος, σαν να νουθετούσε τη Δρυάδα η οποία δεν απάντησε, είτε από μετάνοια είτε από αδιαφορία. Όταν πια οι ψίθυροι σώπασαν ο Μέγας Δρυΐδης φάνηκε να σκύβει περισσότερο και να βγάζει κάτι που είχε περασμένο στο λαιμό του κι ύστερα να το εναποθέτει,  σχεδόν τελετουργικά, μπροστά του, πάνω σε ό,τι βρισκόταν στο κέντρο του μικρού δωματίου. Καθώς το ράσο του Έχαρντιν τραβήχτηκε για λίγο, ο Ταρ-εν-Όνεκ ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Για μια και μόνο στιγμή, είχε διακρίνει στο χλωμό πράσινο φως που κάλυπτε το δωμάτιο τη φιγούρα ενός άντρα, ξαπλωμένου σ’ ένα κρεβάτι φτιαγμένο από πλεγμένες ρίζες και φύλλα. Πριν προλάβει να δει περισσότερα, ο ηλικιωμένος δρυΐδης και η Βελανιδιά βγήκαν από το δωμάτιο, ενώ πίσω τους το άνοιγμα έκλεινε και πάλι, αθόρυβα όπως είχε ανοίξει.


«Έγινε» είπε απλά ο Έχαρντιν, μονολογώντας περισσότερο παρά μιλώντας σε εκείνον κι ύστερα γύρισε προς τη Βελανιδιά.


«Σ’ ευχαριστούμε, Βελανιδιά. Όμως τώρα πρέπει να πηγαίνουμε. Έχουμε ταξίδι αύριο κι εκεί που πάμε μας περιμένει δουλειά. Είθε η Γη να θρέφει τις ρίζες σου κι ο ήλιος να δυναμώνει τα φύλλα σου, Κόρη της Δρυός! Άρθα!»


«Είθε η σκιά των Αδελφών μου να σας ξεκουράζει στα ταξίδια σας, Τέκνα της Σαρκός! Άρθα!» απάντησε ευγενικά η Δρυάδα. Όμως ο Ταρ-εν-Όνεκ είχε άλλη άποψη.
«Ένα λεπτό, Δάσκαλε Έχαρντιν» είπε με συγκρατημένο εκνευρισμό και γύρισε προς τη Βελανιδιά. «Μίλησες με γρίφους, αρχόντισσα Δρυάδα, και μίλησες απευθυνόμενη σε εμένα. Τα περισσότερα από τα λόγια σου κρατούν κρυφό το νόημά τους κι όμως, για κάποιο λόγο είμαι ανήμπορος να αμφισβητήσω την αλήθεια τους. Είπες πως γεννήθηκα στη σκιά της Μητέρας σου. Και μίλησες για πράγματα που θα συμβούν σαν να τα έβλεπες μπροστά σου. Πες μου λοιπόν, τι γνωρίζεις; Εδώ, σε αυτό το δέντρο μου έδωσε πράγματι ζωή η μητέρα μου; Και τι εννοούσες όταν είπες πως πρέπει να αντικρίσω το Σκοτάδι και το Θάνατο;»


Η Δρυάδα χαμογέλασε καλόκαρδα, η παιχνιδιάρικη έκφραση που είχε μέχρι τώρα μαλάκωσε.


«Ω, ναι… Πράγματι η Φλόγα διαφεντεύει τη διάθεσή σου» είπε σχεδόν γοητευμένη και κινήθηκε αργά προς το δρυΐδη. Τον κοίταξε κατάματα, με μία περίεργη έκφραση στα μάτια, που ο Ταρ-εν-Όνεκ δεν είχε δει ποτέ σε μια γυναίκα, και έφερε αργά το χέρι της να χαϊδέψει το μάγουλο του. Μια αίσθηση δροσιάς κατέκλυσε το σώμα του δρυΐδη, λες και το άγγιγμα της ήταν το άγγιγμα της σκιάς ενός δέντρου το κατακαλόκαιρο.


«Βλέπεις πάλι πράγματα που δεν μπορώ να δω, Κυρά» κατάφερε να πει. Η Δρυάδα άφησε ένα γελάκι και έγνεψε καταφατικά, σχεδόν σαν να ντρέπεται.


«Να χαίρεσαι, μικρέ μου δρυΐδη» είπε ύστερα από λίγο, χωρίς να πάρει το χέρι της από το μάγουλό του «γιατί έχεις απορίες σχετικά με πράγματα που δεν γνωρίζεις. Είσαι μπερδεμένος αλλά έτσι πρέπει να αισθάνεσαι μπροστά στο άγνωστο. Μια μέρα, το νόημα των λόγων μου θα σου φανερωθεί, αν τα καταφέρεις. Και τότε θα είσαι πράγματι χαμένος γιατί πια θα έχεις όλες τις απαντήσεις αλλά θα σου είναι αδύνατο να τις κατανοήσεις πλήρως. Όταν συμβεί αυτό, αν συμβεί αυτό, έλα πάλι να με βρεις. Και σου υπόσχομαι πως τότε θα σου αποκαλύψω όλα τα μυστικά μου». Ένα αεράκι φύσηξε όσο μιλούσε η Δρυάδα. Μόλις τελείωσε τα λόγια της, τα φύλλα από τα ρούχα και τα μαλλιά της πέταξαν, αφήνοντας την ίδια να χαθεί και πάλι στον κορμό της Μητέρας της.


Με κομμένη την ανάσα, ο Ταρ-εν-Όνεκ ένιωσε τον Έχαρντιν να τον ακουμπάει απαλά στον ώμο.


«Έλα» είπε απλά ο Μέγας Δρυΐδης και μετά από λίγο οι δύο άντρες άφηναν πίσω τους τον ανθισμένο λόφο με τη Βελανιδιά.

All written works in this site (including all pages and subpages) are the products of intellect of Konstantinos Oikonomou a.k.a. the Writer. All rights are reserved with the exception of works set on established franchises (Warcraft, Star Wars, World of Darkness etc). Such works are to be used with respect to their respective owners.

© 2023 by Johan Cage. All rights reserved.

bottom of page