Notebook
unedited
All rights of written work reserved.
(από την πρώτη ιστορία: Σάμαελ)
12:28
Εικοσιπέντε γραφεία, σε πέντε σειρές, από πέντε στην καθεμία. Όλα παρουσίαζαν την ίδια εικόνα: μεγάλοι δερμάτινοι τόμοι τακτικά τοποθετημένοι στην αριστερή γωνία του γραφείου, μία στοίβα από δετά δερμάτινα τετράδια στο δεξί μέρος, ένα βιβλίο και ένα τετράδιο ανοιχτά στο κέντρο, μία θήκη για φτερωτή πένα και ένα μελανοδοχείο δίπλα σε αυτά και ένας κύριος ή μία κυρία στο καθένα από τα γραφεία, καθισμένοι σε μία ταλαιπωρημένη καρέκλα, να κρατούν σημειώσεις στο ανοιχτό τετράδιο, ερευνώντας με επιμέλεια το περιεχόμενο του βιβλίου.
13:30
Το μικρό διάλειμμα για φαγητό είχε τελειώσει πριν δεκαπέντε λεπτά. Οι υπάλληλοι είχαν επιστρέψει όλοι μαζί στα γραφεία τους, προσφέροντας την ίδια εικόνα. Οι ίδιες κινήσεις από όλους, οι ίδιες εκφράσεις προβληματισμού και πνευματικής προσπάθειας. Το δωμάτιο δεν θα παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον αν δεν επρόκειτο να συμβεί κάτι εξαιρετικά μεμπτό στο γραφείο με το νούμερο 13.
Εκεί καθόταν ο κος Ρεμ, ένας άντρας στην ηλικία των 30, ίσως νεώτερος. Καστανά μπουκλωτά μαλλιά, καθαρό πρόσωπο, αν και λίγο χλωμό, κι ένα ζευγάρι ματογυάλια να κρύβουν τα σκούρα πράσινα μάτια του. Όπως και οι υπόλοιποι εικοσιτέσσερις συνεργάτες του, ήταν σκυμμένος πάνω από το ανοιχτό βιβλίο μπροστά του, γυρνώντας το κεφάλι του μόνο όταν έγραφε κάτι στο τετράδιο, πράγμα που συνέβαινε αρκετά συχνά. Με φούρια τότε, σημείωνε πράξεις και αριθμούς μόνο και μόνο για να συνεχίσει την ανάγνωση του βιβλίου μόλις τελείωνε τις σημειώσεις. Η κίνηση αυτή συνεχίστηκε για ώρα και η κούραση στο πρόσωπο του κου Ρεμ είχε αρχίσει πλέον να γίνεται εμφανής. Μ’ ένα μικρό αναστεναγμό, τέντωσε διακριτικά τα χέρια του κι ύστερα έβγαλε τα ματογυάλια του κι έτριψε κουρασμένα τα μάτια του, κρύβοντας με τα χέρια του μια φευγαλέα ματιά στο δωμάτιο γύρω. Τα μάτια του στάθηκαν για μια μόνο στιγμή παραπάνω στο μεγάλο ωροδείκτη πάνω από τη δίφυλλη πόρτα της εξόδου.
15:42.
Μόνο; σκέφτηκε απογοητευμένος αλλά και με μία δόση υπερηφάνειας. Έμενε πάνω από μία ώρα μέχρι τις πέντε και η προγραμματισμένη εργασία του κου Ρεμ είχε σχεδόν τελειώσει. Ήταν υπόθεση μόνο μερικών λεπτών. Θα μπορούσε φυσικά να προχωρήσει στην εργασία της επόμενης μέρας. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά και ήταν κάτι που το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά και η Κυβέρνηση του Αυτοκράτορα γενικότερα, επικροτούσε. Εργασία πέραν της υποχρεωτικής ήταν δείγμα αποτελεσματικού και χαρισματικού Υπαλλήλου. Όμως ο κος Ρεμ δεν είχε διάθεση για παραπάνω δουλειά εκείνη τη μέρα, πράγμα επικίνδυνο. Όσο το Υπουργείο επικροτούσε την εργασία πλέον της υποχρεωτικής, τόσο κατέκρινε, και μάλιστα αυστηρά, την μη ολοκληρωτική αξιοποίηση του Ωραρίου.
Οι επιλογές του κου Ρεμ δεν ήταν και πολλές. Για την ακρίβεια, για κάποιον ευσυνείδητο ή έστω νομοταγή πολίτη, η επιλογή ήταν μία. Όμως ο κος Ρεμ είχε άλλα σχέδια στο μυαλό του. Ρίχνοντας μια δεύτερη κλεφτή ματιά στους συναδέλφους του, προετοιμάστηκε όσο καλύτερα μπορούσε και προχώρησε στο επικίνδυνο εγχείρημά του.
16:12
Η εικόνα στην Αίθουσα Ελέγχου Παρελθόντων και Περιφερειακών Προϋπολογισμών στο Υπουργείο Οικονομικών της Κυβερνήσεως του Αυτοκράτορα παρέμενε η ίδια. Οι εικοσιπέντε υπάλληλοι δούλευαν ασταμάτητα κι οι μοναδικοί ήχοι στη μεγάλη αίθουσα ήταν το απαλό γύρισμα κιτρινισμένων σελίδων, το τρίξιμο από τις πένες στο σκληρό χαρτί των τετραδίων και μερικοί χαμηλόφωνοι αναστεναγμοί. Σε όλα τα γραφεία, ένα διαρκές βουητό μικροκινήσεων επικρατούσε. Σε όλα εκτός από το γραφείο με το νούμερο 13.
Στεκόταν με το κεφάλι ελαφρά γυρισμένο προς το ανοιχτό βιβλίο στα δεξιά του. Το δεξί χέρι του ήταν μετέωρο πάνω από το μελανοδοχείο, έτοιμο να βουτήξει την φτερωτή πένα μέσα και να συνεχίσει τις σημειώσεις στο τετράδιο, ενώ το άλλο κρατούσε απαλά τη σελίδα του βιβλίου που διάβαζε. Μια τούφα από τα καστανά του μαλλιά έπεφτε στο μέτωπό του και τα λεπτά ματογυάλια του είχαν γλιστρήσει λίγο προς την άκρη της μύτης του. Η όλη στάση του κου Ρεμ δεν είχε τίποτα το παράξενο, ήταν μια στάση που κάθε Υπάλληλος είχε κατά διαστήματα. Όμως υπήρχε μια διαφορά. Μια διαφορά που μόνο τα κρυμμένα, από τα ματογυάλια και τα μαλλιά, μάτια του μαρτυρούσαν. Γιατί έμεναν ακίνητα και διασταλμένα, στραμμένα στο άπειρο, απόδειξη πως η στάση του σώματός του δεν ήταν παρά μια προσπάθεια να καλύψει το αποτρόπαιο έγκλημά του.
Ο κος Ρεμ ονειροπολούσε.